TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Μια Μεγαλοκαψιώτισσα

Μια Μεγαλοκαψιώτισσα - Αγραφιώτισσα μάνα
Ν.Δ.Παπαδιονυσίου

Το παιδί στη κοιλιά της Δέσπως, επτά μηνών, κλώτσησε  δυσαρεστημένο καθώς αισθάνθηκε την ενόχλησή της μ’ ότι συνέβαινε μπρος στα μάτια της.
Πριν είκοσι λεπτά, ο Μήτσος ο άντρας της, τους είχε ανεβάσει με τη κόρη τους Φωτεινή στην πόστα, στην στάση των σιδηροδρομικών των Σ.Ε.Κ στη Λεύκα του Πειραιά, πρωινό Ιούλη του 1941. Η Δέσπω στα 29 της, έγκυος στο δεύτερο αγόρι τους, τρίτο τους παιδί, δυο μήνες μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς,  ήθελε να γεννήσει στη Μεγάλη Κάψη που είχε γίνει και δικό της χωριό.
Εκεί ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της Στέλιος Υφαντής με τον δεύτερο γάμο του. Η δική της μάνα, ο μικρότερος αδελφός και η αδελφή της, «έφυγαν» μαζί από επιδημία(1) του 1918 – 19 στη περιοχή που ξεκλήρισε πολλούς. Οι Αρχές έκλεισαν την οικογένεια σε καραντίνα στο σπίτι τους στο Καρπενήσι. Ο δεύτερος αδελφός της είχε ήδη «φύγει» από πνευμονία. Ο Στέλιος που ήλθε ειδοποιημένος, υποχρεώθηκε να μείνει έξω από το σπίτι. Τους εφοδίαζε με τρόφιμα που τοποθετούσε σ’ ένα καλαθάκι που του κατέβαζαν από κάποιο παραθύρι. Αναγκαστικά έμεινε σε συγγενικά χέρια της μάνας της στην Καρύτσα της Ευρυτανίας.
Στο Κάψη, έκανε φιλίες με κορίτσια της ηλικίας της. Η χαρά της ν΄ ανεβαίνει παντρεμένη από τον Πειραιά, ήταν να τις βρίσκει, να κάνουν τις βόλτες τους από το Κοτρόνι μέχρι το αλώνι του Πάνω Μαχαλά, σημερινό Αη Λια, και το εικονοστάσι του, στα πανηγύρια του χωριού ή στα «γιούρτια» της δεύτερής της μάνας Ρήνως, κάνοντας πικ-νικ κάτω από τις τεράστιες αγριοκαστανιές, όπου και τα παιδιά της στα παιδικά τους χρόνια, μαζί με τα παιδιά και τους γονείς χωριανών και φιλοξενουμένων τους.
Μια φωτογραφία της ανέβασε τον Δημήτρη (Μήτσο) στο Κάψη. Προξενιό από διευθυντή του στους σιδηροδρόμους, εργοστασιάρχη της Λεύκας, που παραθέριζε συχνά εκεί. Στα 18 της βλέποντας αυτόν τον 40 χρόνων όμορφο με τρόπους άνδρα, τον αγάπησε. Ο γάμος τους έγινε στο Κάψη στις 30 Νοέμβρη του 1930.
Τώρα με την εγκυμοσύνη της ήθελε την υποστήριξη από τις φιλενάδες της, και την προμήθεια τροφίμων για τη πείνα του χειμώνα του 1941-42 που ερχόταν. Προτίμησε τους τρόπους του τόπου της και τις γνώσεις κάποιας μαμής της περιοχής…

Μόνη, με μια βαλίτσα στο ένα χέρι, κρατώντας την τετράχρονη Φωτεινή με τ΄ άλλο, έψαχνε στο φισκαρισμένο βαγόνι της 2ης θέσης να βρει κάθισμα. Όλα πιασμένα.  Οι διαδρομές μεγάλες. Δύσκολο να κάνει κάποιος την θυσία να παραχωρήσει θέση.
Απογοητευμένη, στεκόταν συνεσταλμένη στον διάδρομο με την βαλίτσα στα πόδια κρατώντας το κορίτσι. Το τρένο είχε ήδη ξεκινήσει.
Ξαφνικά, να στο διάδρομο ένα Γερμανικό περίπολο. Δυο πανύψηλοι «πεταλάδες» με τα αυτόματα στα χέρια, στολή, κράνος, μπότες, κλπ. πλησιάζουν βλοσυροί. Με μια κοφτή ματιά παρατηρούν την κατατρομαγμένη Δέσπω. Γυρίζουν  μετά με μια κίνηση  σαν ρομπότ, χωρίς λέξη, αρπάζουν τον πρώτο καθιστό νέο άνδρα που βρέθηκε μπροστά τους, τον τραβάνε σαν πούπουλο και τον πετάνε πανικόβλητο στο διάδρομο. Γυρίζουν μετά στη Δέσπω με το παιδί να ταράζεται στην κοιλιά της και με μία ευγενική χειρονομία την καλούν να καθίσει…
Έφτασαν Λαμία. Με το «λεωφορείο» Καρπενησίου, με ξερατά από τους επιβάτες και  στάση στον Αγιώργη, κατέβηκαν στον «σταθμό» για το χωριό της, το χάνι του Ποντικού, μικρό οίκημα. Η στάση, αρχή του μονοπατιού για το χωριό, ήταν πριν το μεγαλύτερο χάνι της δημοσιάς, αυτό του Φώτη του Πανέτσου.
Συγχωριανός με μουλάρι σαμαρωμένο περίμενε σταλμένος απ΄ τον Στέλιο, ειδοποιημένο ημέρες πριν με γράμμα της. Φόρτωσε την βαλίτσα δένοντάς την με μια τριχιά και έβαλε να καθίσει τη κουρασμένη Φωτούλα. Η Δέσπω, νέα γυναίκα,  βουνίσια, σκληραγωγημένη, με γονιούς από τα Ευρυτανικά Άγραφα, αδέλφια με τους Τυμφρήστιους, ακολουθούσε με τα πόδια το στριφογυριστό μονοπάτι μέσα στην οργιαστική βλάστηση από πλατάνια, όπου νερό και υγρασία, βελανιδιές στην αρχή, ελάτια και αγριοκαστανιές ψηλότερα, συκιές, μηλιές, μπαρδακιές, δαμασκηνιές, καστανιές, καρυδιές, κερασιές, βυσσινιές, μουριές, όσο πλησίαζαν κι’ έμπαιναν στο χωριό, ένδειξη κατοίκησης και φροντίδας τους από τους χωριανούς. Μαζί μικροχώραφα με καλαμποκιές, φασολιές, ντοματιές και κολοκυθιές. Ανέπνεε βαθιά απολαμβάνοντας τον καθαρό αέρα των τόπων της. Συγκρατώντας- χαϊδεύοντας την κοιλιά της πού και πού, έκανε το παιδί ν’ αγαλλιάζει  νοιώθοντας τη χαρά της και την αλλαγή στην διάθεσή της μετά την ταλαιπωρία της, πίνοντας παγωμένο νεράκι από τις πολυχρονισμένες χορταριασμένες κούπες, όπου εύρισκε πηγή, χωρίς καν να διψάει, έτσι για την ευχαρίστηση του κρυστάλλινου νερού.
  Μήτσος-Δέσπω. Φωτό στο Καρπενήσι του 1930 αμέσως μετά τον γάμο τους

Βρισκόταν πια στα μέρη της με τους «βουνίσιους» κατοίκους τους όπως θεωρούνταν μεταξύ τους, ανθρώπους της στέρησης και το κυνήγι του επιούσιου, της μπομπότας και της παγωνιάς από τα χιόνια του χειμώνα, πάντα έτοιμους να τρέξουν όποτε η πατρίδα τους καλούσε, αφήνοντας τα κόκαλά τους ν’ ασπρίζουν στις βουνοκορφές, εγκαταλελειμμένους στη ζωή. Δάσκαλοι, παπάδες, υπάλληλοι, πεζογράφοι, κάποιοι δικηγόροι, μετανάστες στην Αμερική και Αυστραλία γίνονταν όσοι ξέφευγαν. Αν όχι, επαναστάτες. Χωροφύλακες και πυροσβέστες αργότερα, μετά τον Εμφύλιο. ..
«Καμπίσιους» χαρακτήριζαν με κρυφή περιφρόνηση τους ανθρώπους του κάμπου, των υποτιθέμενων μεγάλων και ποτιστικών χωραφιών και αφεντικών με πολλά στρέμματα. Αυτούς που στην ουσία ήσαν λίγο λιγότερο φτωχοί από τους ίδιους έχοντας να φάνε μια μπουκιά ψωμί παραπάνω αλλά και κάποιους καλοζωισμένους. Τους θεωρούσαν έτοιμους να συμβιβαστούν με κάθε αφέντη, χωρίς καμιά σκέψη γι’ αντίδραση. Ανάλογους χαρακτηρισμούς μετέφερε η Δέσπω στα παιδιά της, ειδικά στο μικρό της γιο από τα πρώτα του χρόνια.
Μπήκαν στον Κάτω Μαχαλά, ανέβηκαν στον Πάνω. Τα σπίτια, σπιτόπουλα από  ντόπια πέτρα και λάσπη, σκεπασμένα με στέγες από καλοκομμένη ή κακοκομμένη καστανιά και ντόπια κεραμίδια, ήσαν σχεδόν όλα στο ίδιο σχέδιο. Κάτω στάβλος για κάποιο άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι, αγελάδα, γίδια, χώρος φύλαξης για «κλαρί» και ζωοτροφές για τον χειμώνα και των αγαθών για τα φτωχότερα. Τα ξύλα για μαγείρεμα, φούρνο και τζάκι απέξω στοιβαγμένα. Στα λίγα  πλουσιότερα σπιτικά επί πλέον το μαντζάτο, με τζάκι και εφόδια για μαγείρεμα με το μαγειριό. Μια ξύλινη σκάλα ανέβαζε στο ξύλινο μπαλκόνι, συχνά εσωτερική, όλα από καστανιά, κι’ από κει σ’ έμπαζε στο σπιτικό. Κρεβατοκάμαρα, -ες, καθιστικό, κουζίνα μαυρισμένη απ’ τις φωτιές στο τζάκι για το μαγείρεμα και τη γάστρα. Το αποχωρητήριο έξω, σε λογική απόσταση, το νερό λιγοστό.
Ανεβαίνοντας η συντροφιά το φαρδύ μονοπάτι, κάτω χαμηλά το νεκροταφείο με την εκκλησιά την Παναγία, αφού σταυροκοπήθηκαν και πέρασαν από την εκκλησιά της Αγίας Τριάδας, με το τέμπλο, δεσποτικό και προσκυνητάρι από καρυδιά κατασκευασμένα από τον Στέλιο, έφτασε στο σπίτι του και της δεύτερης μάνας  της Ειρήνης – Ρήνως. Τους περίμεναν, με τον μικρό ετεροθαλή αδελφό της Βαγγέλη, από λεπτό σε λεπτό, έχοντάς τους δει από μακριά ν’ ανηφορίζουν.
Αυτό το υπέροχο σπίτι της γιαγιάς Ρήνως ήταν φτιαγμένο από Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρας και του ξύλου.
Ειρήνη Υφαντή (Ποντικού) από φωτογραφία του 1928

Η εικόνα του παραμένει ανεξίτηλη στο μυαλό του μικρού γιου της Δέσπως, τυπωμένη από τα νηπιακά του χρόνια και για μερικά ακόμη που λαβωμένο παρέμενε σε χρήση πριν κατεδαφισθεί μετά τον Εμφύλιο. Η όμορφη λιθοδομή του με τις σιδεριές στα παράθυρα. Τα μεγάλα τζάκια με τις καπνοδόχους τους. Η τεράστια δίφυλλη πόρτα, σαν πύλη του φαινόταν, από συμπαγή χοντρή καστανιά, με δυο βαριές μπάρες- βραχίονες για ν’ ασφαλίζει το βράδυ από μέσα. Άφθονη η ξυλεία από καστανιά και καρυδιά στο εσωτερικό του για πορτοπαράθυρα, ντουλάπια, έπιπλα, πατώματα. Μια κεντρική, εσωτερική, ημικυκλική φαρδιά σκάλα σε ανέβαζε πάνω από τον μεγάλο χώρο της εισόδου, αφήνοντας το κατώι με το μαντζάτο αριστερά και άλλους βοηθητικούς χώρους δεξιά. Στο ανώι, τρία μεγάλα υπνοδωμάτια με τζάκια. Πίσω η κουζίνα με τεράστιο τζάκι–μαγειριό, δίπλα η γάστρα και όλα τα επικασσιτερωμένα χάλκινα σκεύη. Μπρος από τον πάνω διάδρομο, το μεγάλο μπαλκόνι, πάνω από το  μονοπάτι για Κοτρόνι και τ΄ άλλα χωριά, το Μεσαίο Κάψη και το Πέρα, τον Κάτω Μαχαλά, την έξοδο του χωριού προς τη δημοσιά, την Μερκάδα και τ’ άλλα χωριά του Τυμφρηστού. Απέναντι να τον αγγίξεις, ο πλάτανος ο πάνω από το χοροστάσι, αδελφός με τον κάτω.
Στο μεγάλο μπροστινό δωμάτιο με θέα τον αιωνόβιο αυτόν πλάτανο η Δέσπω γέννησε, όταν ήλθε η ώρα της, τον μικρό της γιο, τον Νικόλα.
Μαζί με την εικόνα του σπιτιού, εικόνες και μυρωδιές της νηπιακής εποχής κατακλύζουν και σήμερα τον Νικόλα. Σκεύη μαγειρικά, εργαλεία διάφορα της αγροτικής ζωής και της ξυλογλυπτικής του παππού του. Κότες, κοκορομαχίες στην αυλή, κυνηγητό του κόκορα στις κότες και καβάλημά τους με  λάβρο τσίμπημα στον σβέρκο τους, τ΄ αυγουλάκια τους στις φωλιές τους, την βρώμα του γουρουνιού στον λάκκο, ένα μοσχαράκι μηνών να τον κυνηγά άφοβο από το μικρό του μπόι, μυρωδιές από ξινόγαλο, κλωτσοτύρι, φρέσκες και παλιές μυτζήθρες, βούτυρο φρέσκο  ανάλατο κι’ αλατισμένο, φρεσκοψημένο ψωμί σταρένιο και μπομπότα, κολοκυθόπιτας με  γλίνα στη γάστρα, χυλοπίτες και τραχανάδες κάθε είδους.
Ο τόπος αυτός, έγινε και για τον Νικόλα «το χωριό του». Τόπος που αγάπησε καθώς τον ανέβαζε η Δέσπω κάθε καλοκαίρι, όπου ανέβαινε αργότερα με τους γονιούς του, τ΄ αδέλφια του ή και μόνος του ή και χειμώνα – καλοκαίρι με τον αδελφό του Κώστα, όσο ζούσε,  και τον θείο- αδελφό Βαγγέλη, εργένικα οι τρεις τους. Τόπος με παιδικές, εφηβικές, ακόμα και μνήμες από πρόσφατα ακούσματα.
Αύγουστο στις 17 έπιασαν την Δέσπω οι πόνοι. Ο 12χρονος ετεροθαλής αδελφός της Βαγγέλης έκανε φτερά στα πόδια του να φέρει τη μαμή από το Πέρα Κάψη. Κατέφτασαν φιλενάδες,  συγγένισσες...
Το βρέφος, σε βαθύ ύπνο αταραξίας με την ησυχία του σχεδόν θανάτου, χωρίς ν’ αναπνέει, βγήκε «μισοπεθαμένος», όπως του είπαν μεγαλώνοντας. Οι γυναίκες κι’ η μαμή σε μια προσπάθεια να τον συνεφέρουν, άναψαν ξερά άγνωστα βότανα αρχαίας πρακτικής συνταγής και τον κράτησαν βίαια από τη μέση πάνω από τον καπνό τους μέχρι που πνιγμένος πήρε τη πρώτη του ανάσα σκούζοντας.
Αφού τον σαράντισε και πήραν την ευχή του παπα Βαγγέλη, κατέβηκαν στο σπίτι  τους στον Πειραιά πάνω στην ιστορική πείνα της Κατοχής. Τότε αλλά και με τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης, η Δέσπω, έδωσε τον προσωπικό της αγώνα να τα φέρει βόλτα με τις ευρεσιτεχνίες της για την διατροφή όλης της οικογένειάς της και με τα πληθωρισμένα χρήματα του μισθού του Μήτσου.
Έλλειπαν τρόφιμα, καύσιμα για μαγείρεμα και θέρμανση νερού και σπιτιού, πετρέλαιο για φωτισμό. Οι πάντες, εκτός του Νικόλα στη ζεστή θαλπωρή της αγκαλιάς της, τουρτούριζαν τους χειμώνες κουκουλωμένοι σε ότι μπορούσε να τους ζεστάνει λιγάκι. Αιτία δεν ήταν μόνο η έλλειψη πόρων και μέσων θέρμανσης, ήταν και η εντελώς διαφορετική μορφή των συνοικισμών. Χαμηλά σπίτια, μονοκατοικίες, κολλητές η μια στην άλλη, τεράστιες ακάλυπτες επιφάνειες, αλάνες που επέτρεπαν στο παγωμένο αέρα των βοριάδων να κυκλοφορεί ανεμπόδιστος σφυρίζοντας και ψύχοντας τα πάντα, σε αντίθεση με τη πυκνή σε πλάτος και ύψος σημερινή δόμηση.
Ο χειμώνας του 1941 – 42 ήταν από τους πλέον παγωμένους, που μαζί με τη πείνα έγιναν αιτία εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων στο  Κέντρο.
Η Δέσπω με την εξυπνάδα της, το πείσμα και τις γνώσεις της από την ζωή στο Κάψη και την Ευρυτανία, μηχανεύτηκε τρόπους να βελτιώσει τη διατροφή της οικογένειας.  Παρότρυνε τον Μήτσο να ταξιδεύει σαν σιδηροδρομικός στα Ορφανά της Θεσσαλίας για ανταλλαγές ειδών του σπιτιού, κοσμημάτων, ρούχων, με λίγα τρόφιμα. Και τις βέρες τους έδωσαν για λίγες οκάδες καλαμπόκι.
Σχεδόν 5χρονος ο Νικόλας, αισθάνθηκε αλησμόνητη ευφορία, μάρτυρας μιας αξέχαστης σκηνής. Ο Μήτσος έβγαλε από τη τσέπη του σακακιού του ένα μικρό χάρτινο περιτύλιγμα. Το ξετύλιξε προσεκτικά κι’ έβγαλε δυο πολύ λεπτές χρυσές βέρες. Πέρασε τη μια στο δάκτυλο της δακρυσμένης Δέσπως και την άλλη στο δικό του. Λες και ξαναρραβωνιάζονταν. Φιλήθηκαν στη συνέχεια συγκινημένοι.
Τη βέρα της μάνας του έχει σήμερα ο Νικόλας, μοναδική γονική κληρονομιά μαζί με το μικρό οικοπεδάκι πίσω από το Υφαντέικο που του έδωσε η Δέσπω όσο ζούσε…
Η Δέσπω έγραψε τον Νικόλα σε μια «Εστία», όπως αποκαλούσαν τους σταθμούς που είχε ιδρύσει ο Δ.Ε.Σ. για τη βοήθεια στη διατροφή των παιδιών.
Κωστάκης, Φωτεινή, Νικόλας
Φωτό στο σπίτι τους στον Πειραιά του 1944

Τον κουβαλούσε εκεί στα χέρια, βαρύ όπως ήταν, για να πάρει το λίγο γάλα- σκόνη ή οτιδήποτε λίγο άλλο της έδιναν απ’ αυτά που έφερνε το «Κουρτουλούς», το τούρκικο μικρό φορτηγό πλοίο σωτηρίας, που κατά διαστήματα έφερνε εφόδια από τη Τουρκία, μέχρι να βουλιάξει. Όλα πληρωμένα από τον Δ.Ε.Σ. και οργανώσεις Ελλήνων του εξωτερικού.
Ο Νικόλας καλότρωγε με βουλιμία τις κρέμες που τον τάιζε η Δέσπω. Τετράπαχο με το γάλα της Εστίας και «κουκουτσάλευρο», που ποτέ του δεν έμαθε από τι κουκούτσια αλεύρι ήταν, οι κατακτητές τον φωτογράφησαν  για προπαγάνδα στο εξωτερικό, ότι τα ελληνόπουλα δεν πεινούν.
Η διατροφή του στο Πειραιά με αυτή στο Κάψη, όπου γιαγιάδες, θειάδες και πρωτοξαδέλφες από Κάψη και Αγιώργη έφερναν το κάτι- τί τους κάθε τόσο, βουτυράκι, πουλάδες, μυτζηθρούλες, αυγουλάκια, φασολάκια, ντοματούλες, κλπ, είχε μεγάλη διαφορά.
Έτσι, δυο- τρεις ημέρες πριν επιστρέψουν στον Πειραιά, αρχές φθινόπωρο, ζυγιζόταν στο καντάρι όπου ζυγίζανε τσουβάλια, τορβάδες ή  σφαχτά. Διαδικασία που κράτησε μέχρι τα 12 του. Το ζύγισμα έμοιαζε γιορτή. Παρόντες Δέσπω, Φωτεινή, παππούς, γιαγιά- αδελφή του Ανδρίτσαινα, φίλοι παραθεριστές από Πειραιά και Λαμία.
Το καντάρι κρεμόταν από το δοκάρι της πόρτας του μπαλκονιού. Αγωνία για το πόσες οκάδες πήρε με την υπερτροφία, μήπως και τις έχασε με τις τρεχάλες των παιχνιδιών. Η φθίση καραδοκούσε εκείνα να χρόνια. Για να ζυγιστεί τον κρατούσαν. Αργότερα κρατιόταν μόνος του γερά καθώς κρεμιόταν από αλυσίδες και χοντρά τσιγκέλια. Τον είχαν πρωτοζυγίσει με τη πρώτη – δεύτερη ημέρα της άφιξής τους. Όλοι, ειδικά η Δέσπω, κρατούσαν την αναπνοή τους να δουν το αποτέλεσμα. Κι’ αυτός επηρεάστηκε τόσο πολύ, που γυρίζοντας στον Πειραιά, αντί για χαιρετισμό, το πρώτο που χαρωπός έλεγε στον πατέρα του και τον αδελφό του ήταν π.χ :   
-          Πήρα 5 οκάδες !.
Θυμάται σήμερα περιστατικά με την πείνα των νηπιακών χρόνων. Η Δέσπω, ακριβοδίκαιη στη κατανομή του ψωμιού που έπαιρνε η οικογένεια με δελτίο, πρωινό- μεσημεριανό- βραδινό, δεν υποχωρούσε στις παρακλήσεις των παιδιών να τους δώσει εκτός προγράμματος, συνεχώς πεινασμένα καθώς ήσαν:
-          Μαμά, δώσε μου το ...βραδινό μου!.
Από βρέφος γέμιζε τη μνήμη του φωτογραφίζοντας και ακούγοντας αργότερα την Δέσπω να του την φρεσκάρει. Σωρός οι μνήμες που περνούν   γοργά μπροστά του.
Θυμάται την Δέσπω να έχει φτιάξει κοτέτσι με λίγες κότες στα χρόνια της Κατοχής και συνέχισε αμέσως μετά, επωφελούμενη την αυλή τους.
Έκτρεφε κουνέλια. Η μεγάλη ποσότητα από «λαχανίδες» που καλλιεργούσαν στην τότε περιοχή του Ρουφ, αποτελούσε υλικό πολύτιμο για την εκτροφή.
Στη πείνα της Κατοχής(2) του χειμώνα 1941- 42 περίπου 350.000  φτωχοί άνθρωποι  Αθήνας- Πειραιά και νησιών, στρατιώτες- νησιώτες που φεύγοντας από το μέτωπο αποκλείστηκαν στην Αθήνα- Πειραιά καθώς δεν υπήρχαν πλοία από έλλειψη καυσίμων και όσοι δεν είχαν τίποτε να ανταλλάξουν με μαυραγορίτες. Πέθαιναν τρώγοντας λαχανίδες, αν τις εύρισκαν. Πάθαιναν αβιταμίνωση, πρήζονταν και τελικά πέθαιναν.  Τα είδη διατροφής τα κατάσχανε οι Γερμανοϊταλοί(3).
Με τα πολύτιμα αυτά κουνέλια που ήσαν κι΄ αξιαγάπητα ζωάκια και κότες εξασφάλιζε η Δέσπω απαραίτητες θερμίδες της οικογένειας, δίνοντάς της λίγη τροφή και κάτι νόστιμο να φάει σε εποχή που ούτε λόγος για κρέας γινόταν.
Όποτε ήταν δυνατό να ανέβουν στο Κάψη στα χρόνια της Κατοχής αλλά και αργότερα μετά τον Εμφύλιο, προσπαθούσε να κάνει εφόδια για τον χειμώνα στον Πειραιά. Όσο πλησίαζε η ημέρα της αναχώρησης μάζευε ότι φασόλια της έδιναν συγγενείς, η γιαγιά Ανδρέαινα Φλέσσα, η ξαδέλφη της Κωσταντούλα Καραγιάννη παντρεμένη στον Αγιώργη με κτηματάκια στο Νεχωράκι, ή αγόραζε. Τα τοποθετούσε  σε τσουβαλάκια ή μαξιλαροθήκες. Έφτιαχνε χυλοπίτες και τραχανά και έκρυβε στο «φανάρι» φθάνοντας στον Πειραιά οτιδήποτε συντηρήσιμο φαγώσιμο για κάποιο μικρό διάστημα, π.χ μυτζήθρα, φρέσκο βούτυρο προστατευμένο από αρκετό αλάτι σε κάποιο βάζο, αυγά. Τότε έλλειπε οποιοδήποτε άλλο μέσο συντήρησης. Ψυγείο πάγου απέκτησε η οικογένεια μετά τη Κατοχή.
Φεύγοντας έπαιρνε μια-δυο κότες ζωντανές, μεγάλη υπόθεση για τους καταγόμενους από χωριά, είδος που κυκλοφορούσε με όλες τις εύοσμες παρενέργειες του σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς της εποχής αλλά και αργότερα.
Καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, το πετρέλαιο δυσεύρετο και χρησιμοποιούταν σαν φωτιστικό στις λάμπες πετρελαίου για λίγο χρόνο κάθε ημέρα, απέμεναν τα καυσόξυλα που κι’ αυτά ήσαν πολύτιμα. Η χρήση τους παντού όπου χρειαζόταν φωτιά, για μαγείρεμα και ζέσταμα νερού για πλύσιμο ανθρώπων και μπουγάδα. Τα ξυλοκάρβουνα χρησιμοποιούνταν για μαγείρεμα στη φουφού και στο σίδερο για σιδέρωμα. Η πυρήνα των ελαιοτριβείων, για θέρμανση στα μαγκάλια. Για εξωτερικό φωτισμό χρησιμοποιούσαν και λάμπες ασετιλίνης.
Έτσι, η Δέσπω κατασκεύαζε καύσιμα «πιταράκια». Ανακάτευε καρβουνόσκονη με ασβεστοπολτό και νερό κι’ έφτιαχνε έναν σκούρου γκρι- μπλε πολτό. Γέμιζε μ’ αυτόν μικρά στρόγγυλα τσέρκια. Τ΄ άφηνε μέρες να στεγνώσουν και μετά τ’ αφαιρούσε. Έτσι είχε ένα καύσιμο μεσαίας απόδοσης που επέτρεπε τη χρησιμοποίηση της καρβουνόσκονης που την έφερνε ο Μήτσος από το Εργοστάσιο των σιδηροδρόμων του Σ.Ε.Κ της Λεύκας. Πιθανά και να την αγόραζαν.
Για πειθαρχικούς λόγους, για οποιαδήποτε σοβαρή σκανταλιά του Νικόλα, τον κυνηγούσε με τον πλάστη που άνοιγε το φύλλο. Ποτέ του όμως αυτός δεν τον αισθάνθηκε  στην πλάτη του. Με τα χρόνια, ούτε κι’ αυτός σταμάτησε τις σκανταλιές, ούτε η Δέσπω  να τον κυνηγά με τον πλάστη, μέχρι τα 10 του. Τότε σταμάτησε αυτός ο πεισματικός τρόπος συνετισμού του. Αυτός να τρέχει γύρω απ’ το τραπέζι κι’ αυτή να προσπαθεί να του δώσει καμιά στον πισινό, μέχρι που μεγαλώνοντας έγινε γι’ αυτόν ένα ευχάριστο παιχνίδι και εκείνη κατάλαβε ότι απλά συμμετείχε σ’ αυτό!.
Ήταν εξαιρετικά φιλόξενη. Τα δύσκολα χρόνια του Εμφύλιου και αμέσως μετά πολλοί φιλοξενήθηκαν στο σπίτι τους στον Πειραιά από τα χωριά μας του Τυμφρηστού και της Ευρυτανίας.
Τη δεύτερη μάνα της Ειρήνη που «έφυγε» στο σπίτι τους στον Πειραιά κτυπημένη από την «επάρατο νόσο», την υπηρέτησε με στοργή μέχρι την τελευταία της στιγμή για σημαντικό χρονικό διάστημα. Ήταν η μοναδική γιαγιά που γνώρισε ο Νικόλας. Αυτή φρόντιζε με τα κήπια, με το σφάξιμο του γουρουνιού τα Χριστούγεννα, ο παππούς Στέλιος ήταν άσχετος απ’ αυτά, τους έστελνε λουκάνικο, μπουμπάρι, τσιγαρίδες. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος και μάλιστα οικείος που είδε ο Νικόλας στα οκτώ του να φεύγει.
Μεγάλο προσόν της Δέσπως ήταν να προξενεύει ζευγάρια, κάποτε με τη συνεργασία της νονάς του Νικόλα Κατίνας Κατρανίδου- Λαγογιάννη, επισκέπτριας κάποιες περιόδους στο Κάψη. Πολλά δεμένα ζευγάρια της γειτονιάς δημιουργήθηκαν με τη μεσολάβηση της, ειδικά με φτωχά κορίτσια του τόπου μας που αποκατέστησε.
Ειδικά με την 10ετία του 50, με τη βελτίωση της οικονομικής θέσης της οικογένειας, τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών, κουζίνας, ψυγείου, πλυντηρίου ειδικά, ηλεκτρικού σίδερου, άρχισε να έχει ελεύθερο χρόνο. Ασχολήθηκε λοιπόν με τα εκκλησιαστικά.
Κάποιο πρωινό, τους είπε όταν ξύπνησαν ότι είδε στον ύπνο της τους …Αγίους Αναργύρους(!). Της είπαν οι Άγιοι:
-          Το Σπίτι Μας δε Μας χωράει !
Το Σπίτι Τους ήταν η παλιά εκκλησούλα των Αγίων Αναργύρων του Καραβά, που λειτουργούσε τότε. Το όνειρό της το διηγήθηκε αυθημερόν στη νονά του Νικόλα, σαν πιο μορφωμένη αυτή, εκπαιδευτικός και ιδιοκτήτρια του μοναδικού τότε ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου στην ενορία, πιο κοινωνική και παράγοντα της περιοχής, ασχολούμενη με τα εκκλησιαστικά των Αγίων Αναργύρων  από καιρό. Άλλο που δεν ήθελε η τελευταία έχοντας προαποφασίσει λόγω χαρακτήρα από καιρό την ανάγκη νέας, μεγαλύτερης εκκλησίας για την ενορία. Συγκάλεσε άμεσα το εκκλησιαστικό συμβούλιο με το κύρος της, κόρη η ίδια εκπαιδευτικού και ιδιοκτήτριας σχολείων στη Παλιά Κοκκινιά. Με τη συμμετοχή του τότε Αγίου Πειραιώς, παρουσιάστηκε η Δέσπω και διηγήθηκε το όνειρο που θεωρήθηκε απ’ όλους τρόπος έκφρασης της επιθυμίας των Αγίων που δεν επιδεχόταν αναβολές ή μεμψιμοιρίες.
Άμεσα αποφασίστηκε η ανέγερση νέας εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων, αυτή η  τεράστια που υπάρχει σήμερα και από χρόνια, που ανακοινώθηκε στους πιστούς στην  εκκλησία, με αναφορά στο ενύπνιο της Δέσπως και την επιθυμία των Αγίων. Λαχειοφόρες αγορές, δωρεές ενοριτών, δίσκοι, τάματα, χρηματοδότησαν την ραγδαία ανέγερση επί κάποια χρόνια, πολύ λίγα συγκριτικά με σημερινές καθυστερήσεις ανέγερσης- εικονογράφησης εκκλησιών. Πρώτη στις λαχειοφόρες αγορές η Δέσπω με τα «τραπεζάκια της», πωλήσεις λαχνών, προσωπική εργασία για την οργάνωση. Ακόμη και στο εισιτήριο  λεωφορείων Νικαίας και των άλλων συνοικιών – Πειραιά μπήκε προσαύξηση μιας δεκάρας υπέρ ανεγέρσεως του Ναού.
Με την ίδια θέρμη εργάστηκε λίγα χρόνια αργότερα σαν Πρόεδρος του Δ.Σ του Συλλόγου των ενοριτών της Παναγίας της Οδηγήτριας (Παναγίτσας), στη κορυφή του λόφου Βώκου Καραβά,  της γνωστής συνοικίας του Πειραιά Μανιάτικα.
Η Δέσπω στο κέντρο με την τσάντα, Πρόεδρος του Συλλόγου ανέγερσης της Παναγίτσας στα Μανιάτικα με τον δήμαρχο Πειραιά, παλιό παίχτη του ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ Γ. Ανδριανόπουλο

Εδώ μάλιστα, λίγο κάτω από την εκκλησία, είχε εγκατασταθεί μια πολύ αγαπημένη τους οικογένεια από το Κάψη αμέσως μετά τον Πόλεμο. Η οικογένεια της Ταξιάρχαινας, Κωνσταντίνας Λουκοπούλου με τα παιδιά της, τον Σωτήρη και τον Νίκο, αστυνομικοί κι’ οι δυο, και την αδελφή τους Ελένη, με τους οποίους αντάλλασσαν συχνές επισκέψεις.  
Κι’ εδώ εργάστηκε για την ανοικοδόμηση του νέου  ναού στη θέση του πολύ παλιού μικρού και μάλλον πλινθόκτιστου.
Εδώ με τον τότε Μητροπολίτη Πειραιώς

Πάντοτε μπροστά στις αποφάσεις που αφορούσαν την οικογένεια, με το ποσοστό του συναισθήματος πολλές φορές πολύ μεγαλύτερο από της ψυχρής λογικής.
Ο Νικόλας σκέφτεται συχνά το πόσο επιτυχημένη επιστήμων, επιχειρηματίας ή πολιτικός θα ήταν αν είχε γεννηθεί σε σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η εξυπνάδα και τα ακαταμάχητα επιχειρήματά της την έκαναν και ...συμβουλάτορα των γειτόνων που προσέτρεχαν να ζητήσουν τη γνώμη της για προβλήματά τους, απλών ανθρώπων και όχι μόνο.
Πολλές ήσαν οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούσε όμως και το Καψιώτικο πείσμα της, ακόμα και στον Νικόλα, ίδιο χαρακτήρα με την ίδια. Τότε ήταν που παιδί και σπουδαστής ακόμα, γνωρίζοντας τον ψυχισμό της μαζί και τα πιο αγαπημένα της δημοτικά τραγούδια που τραγουδούσε από κοριτσάκι αλλά και παντρεμένη, μόνη της, σε ώρες σπιτικής απασχόλησης, της τραγουδούσε δήθεν αδιάφορος, δίνοντάς της όμως να καταλάβει το πείσμα της, δυναμώνοντας τη φωνή του εκεί που χρειαζόταν, σχετικούς στοίχους από ένα απ’ αυτά, την «βλαχοπούλα κι’ αρβανιτοπούλα»:
- Σαν μπαίνεις μέσα στο χορό ωρή βλάχα.
Ωρή βλάχα βλαχοπούλα «συ τα ξέβρεις ούλα»
Ωρή βλάχα, βλαχοπούλα και τσελιγκοπούλα.
Τότε αυτή, πιάνοντας το νόημα, προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της από ικανοποίηση, υποχωρούσε δίνοντας τέλος στο πείσμα της.
Η Δέσπω, η μάνα του Νικόλα, το γένος Υφαντή, «έφυγε» το 1970 στα 58 της από οικιακό ατύχημα πέφτοντας από ένα σκαλοπάτι του σπιτιού της και σπάζοντας το πόδι της. Ακολούθησε μόλυνση στην κλινική σε επέμβαση για συγκόλληση με μέταλλο. Έσβησε σε 10 ημέρες. Ο Μήτσος  την ακολούθησε σε 15 ημέρες, χαμένος από την απουσία της. Ο παππούς Στέλιος τους ακολούθησε μετά τρεις μήνες με την πίκρα του θανάτου και τελευταίου παιδιού του, της κόρης του, από τον πρώτο γάμο.
Εικόνες λατρείας για τη μάνα του μέχρι το τέλος της 10ετίας του 60 περνάνε και σήμερα από το μυαλό του Νικόλα:
- Να τον κοιτάζει με αγωνία άρρωστο με πυρετό ξαπλωμένο στο κρεβάτι θερμομετρώντας τον κάθε τόσο με το χέρι ή τα χείλη της στο μέτωπο.
- Να τον χαϊδεύει τρυφερά :
   - Κολάτσα μου !!, το εντελώς προσωπικό, δικό της παρατσούκλι γι΄ αυτόν, από το Νικολάκης, Νικολάτσης ή Νικολάτσας, όπως φαντάζεται ότι πρόφερε τ’ όνομά του ο ίδιος, Κολάτσας τελικά.
- Να τον ράβει, όταν κάποιο κουμπί του έφευγε απ΄ τις πάνινες τιράντες που συγκρατούσαν το κοντό παντελονάκι  του ή απ’ το πουκαμισάκι του:
     - Ράβω- ράβω, τι ράβω;;, ρώτα με!.
     - Τι ράβεις ;, ρωτούσε με την προσδοκία της γνωστής από άλλοτε απάντησης.
- Του γαϊδάρου το σαμάρι!, απαντούσε αυτή κάνοντάς τον να γελάει, παρ’ ότι ήξερε   την απάντηση.
-  Να  ξεπλέκει πολυφορεμένα παλιά πλεκτά τυλίγοντας το μαλλί τους κουβάρι, να το βάφει μέσα σ’ ένα καζάνι βραστό νερό με μπογιά ανακατεύοντάς το, να το στεγνώνει, να το ξανατυλίγει σε κουβάρια, να το ξαναπλέκει πουλόβερ προσφέροντας τη γεύση του καινούργιου.
- Να μπαλώνει τρύπιες κάλτσες χρησιμοποιώντας το «αυγό» και οτιδήποτε άλλο που απαιτούσε μπάλωμα. Ο Νικόλας παρακολουθώντας την έμαθε να ράβει και να μπαλώνει.
- Να ζυμώνει ψωμί, ζύμη για κουλουράκια, τσουρέκια, μελομακάρονα, βασιλόπιτες, να πλάθει φύλλο για τις πίτες, να τα μορφοποιεί, να τα ψήνει.
- Να κόβει το κεφάλι ενός κόκορα κι’ αυτός ακέφαλος να της ξεφεύγει και να τρέχει 5- 10 μέτρα στην αυλή ώσπου να πέσει.
- Να βάζει μια τεράστια παλαμίδα στο ρωμαϊκού τύπου κεραμίδι και να το πηγαίνει στο φούρνο για ψήσιμο.
- Να πλένει τη τεράστια μπουγάδα στη ξύλινη σκάφη με το σκληρό πράσινο σαπούνι, τρίβοντάς τα με δύναμη στη πλύστρα, παίρνοντας βραστό νερό από το καζάνι πάνω στη τριγωνική πυροστιά με τα ξύλα να καίνε από κάτω πιο πέρα, να τα ξεβγάζει με καθαρό νερό, να τα στύβει, να τ’ απλώνει στα σκοινιά της αυλής, να τα μαζεύει στεγνά.
- Να κουνάει το βαρύ σίδερο για το σιδέρωμα πέρα – δώθε για να πυρώσουν με τον αέρα τα κάρβουνα μέσα του ώστε να σιδερωθούν καλά τα ρούχα μετά.
- Να φυσάει τα κάρβουνα στη φουφού με ανοικτό το κάτω πορτάκι κουνώντας πέρα- δώθε ένα χαρτόνι, προκειμένου να μαγειρέψει μετά τη φασολάδα μεσ’ το πήλινο τσουκάλι.
- Να τον λούζει σαπουνίζοντάς τον με το σκληρό, πράσινο, γενικής χρήσης σαπούνι, ακούγοντας τις κλάψες του, όταν οι σαπουνάδες έμπαιναν στα μάτια του ή όταν έμπαζε τα δάκτυλά της στ’ αυτιά του.
- Να χτενίζεται τοποθετώντας και το «μπουμπάρι» της.
-Να κόβει με το ψαλίδι οποιοδήποτε εντελώς φθαρμένο ύφασμα σε ταινίες, να το συνδέει μετά σε μεγάλα κουβάρια, Να τα δίνει σε υφάντρες για να φτιάξουν κουρελούδες για το στρώσιμο του σπιτιού στους χειμώνες.
- Να στρώνει τα στρωσίδια, κουβέρτες, σεντόνια, παπλώματα, κλπ, στο «γιούκο» που  αποκτούσε ένα τεράστιο όγκο πάνω στο παλιό μπαούλο.
-  Να κατεβάζει και να καθαρίζει κάθε απόγευμα, λίγο πριν νυκτώσει, το ποτηράκι από το καντήλι από το εικονοστάσι, να του βάζει λαδάκι, ν’ αλλάζει τη καντηλήθρα, να το βάζει στη θέση του, να το ανάβει, να το ανεβάζει στη θέση του. Μετά, ευλαβικά να κάνει το σταυρό της.
- Να ανοίγει και κλείνει το φανάρι τα χρόνια που ..περίσσευε φαγητό το μεσημέρι και έπρεπε κάπου να μείνει για το βράδυ. Ψυγείο πάγου δεν υπήρχε ακόμα.
- Να φτιάχνει σουμάδα για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες παίρνοντας δροσερό νερό από το ψυγείο πάγου αργότερα.
-  Να τον πηγαίνει στο σχολείο τη πρώτη ημέρα, όταν πρωτοπήγε.
-  Να του δίνει στα γρήγορα μια φέτα πορτοκάλι με τη φλούδα, για να του διώξει τη πίκρα λες και την ένοιωθε κι’ η ίδια στο στόμα της μαζί του, όταν κλείνοντας τη μύτη με το ένα χέρι έπινε αδιαμαρτύρητα καταλαβαίνοντας την αξία του, τη δόση του, μια κουταλιά της σούπας μουρουνέλαιο κάθε ημέρα μέχρι τα 15 του. Το αηδιαστικό αυτό λάδι από το συκώτι της μουρούνας που έσωσε πολλά παιδιά της ηλικίας του και μεγάλους από την αβιταμίνωση και τη φυματίωση.
-  Να στρώνει το τραπέζι και να σερβίρει τους επισκέπτες της. Να σηκώνεται από τη καρέκλα της για να τους περιποιηθεί.
                              - Μ’ αγαπάς;;
                              - Σ’ αγαπώ !.
                              - Πόσο μ’ αγαπάς;;
                              - Μέχρι τον ουρανό πίσω κάτω !.
Παιδάκι του φαινόταν το «πίσω κάτω» σαν «να πέσω κάτω». Ήταν η ένδειξη   του μέγιστου της αγάπης της που έφθανε στο σημείο να ..πέσει από τον ουρανό γι’ αυτόν.

…………………………………………………………………………………………………..
(1) Πιθανέστατα, η θανατηφόρα ισπανική γρίπη (1918-1919), ή, με μικρή πιθανότητα, από τύφο στον ευρωπαϊκό χώρο(1917-1921) με περίπου, 3 εκ. νεκρούς, 25 εκ. ασθενείς.
 (2) Πολύ ενδιαφέρον το αρχείο: «Βούλα Παπαϊωάννου, η φωτογράφος της κατοχής».
(3) Αιτίες που οδήγησαν στο λιμό στις μεγάλες πόλεις, κύρια Αθήνα- Πειραιά και νησιά: Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού με την Κατοχή. Η απροθυμία των αγροτών να παραδώσουν τη σοδειά τους, μήπως καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις με χαμηλή τιμή και χρήμα χωρίς αξία. Η έλλειψη μέσων μεταφοράς τους στα αστικά κέντρα λόγω επίταξης αυτοκινήτων και καυσίμων, διακοπής σιδηροδρομικών δρομολογίων και σύνδεσης νησιών με την ενδοχώρα. Αποκοπή εύφορων περιοχών υπό βουλγαρική κατοχή (Μακεδονία-Θράκη) από την υπόλοιπη χώρα και του λαδιού Κρήτης και Μυτιλήνης που το κατακρατούσαν οι Γερμανοί. Ο αποκλεισμός από την θάλασσα από τους συμμάχους ώστε να μην εισάγεται σιτάρι καθώς και η πεσμένη σοδειά. Όλ’ αυτά με τον βαρύ χειμώνα αποδεκάτισαν τους κατοίκους ώστε να διπλασιαστούν οι θάνατοι μεταξύ 1940 και 41 και τριπλασιαστούν το 42.
Φωτογραφία του 1935 στο Λιβαδάκι ή τη Λελούδα της Μ.Κάψης: Από αρ. Στέλιος Υφαντής, Δημήτριος (Μήτσος Παπαδιονυσίου), καθιστή η Δέσπω, πίσω της ο Βαγγέλης Υφαντής, το αρνί γυρίζει κυρία- υπηρετικό προσωπικό της κυρίας Λιάκου από Λαμία, παραθερίστριας, δίπλα της ο μικρός Κώστας (Κωστάκης) Παπαδιονυσίου, ακολουθεί η Λιάκου και η Ειρήνη (Ρήνω) Υφαντή
Δέσπω (δεξιά) με τον Κωστάκη σε φωτό του 1935 με άγνωστη κυρία στο Κάψη
Δέσπω και Φωτεινή (αριστερά της) με έφηβη γειτονοπούλα Πειραιώτισα (δεξιά της). Ο μικρός Νικόλας καθιστός. Φωτό στο Κάψη του 1953, πίσω από το Παλιό Υφαντέικο…

(Περιληπτικό απόσπασμα από το αφήγημά μου «ΡΙΖΕΣ»)

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: