TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Στέλιος Δ. Υφαντής ξυλογλύπτης

Στέλιος Δ. Υφαντής (1875-1971)
Ο λαϊκός εκκλησιαστικός λεπτουργός & ιεροψάλτης
Ο παππούς μου
[Του Νίκου Δ. Παπαδιονυσίου, ΜΜΜ/ΕΜΠ ©]
Στο νεκροταφείου του χωριού μας στη Μεγάλη Κάψη της Δ. Φθιώτιδας, σ’ ένα ταπεινό τάφο, αναπαύεται ο παππούς μου Στέλιος Υφαντής.
Ελάχιστοι Μεγαλοκαψιώτες και μη έχουν πλέον απομείνει που να τον θυμούνται κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν το μέγεθος της προσφοράς του, όπως την αγνοούσαν και παλιότερα όταν κυκλοφορούσε ανάμεσά τους στο χωριό, σαν λαϊκού εκκλησιαστικού καλλιτέχνη- ξυλογλύπτη της Ρούμελης και ειδικά της Ευρυτανίας και Φθιώτιδας.
Η Μεγάλη Κάψη ήταν η δεύτερη πατρίδα του.
Ο πατέρας του Δημήτρης γεννήθηκε και έζησε τα χρόνια του πρώτου γάμου του με τη γυναίκα του Ελένη, όπως και του δεύτερου, από τα μέσα μέχρι και λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα στ' Άγραφα. Το επάγγελμά του ήταν τσαρουχάς.
Έζησαν εκεί που... βρέθηκαν, όπως οι πρόγονοί τους πριν και πάνω από χιλιάδες χρόνια σαν πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί αντί, παμπάλαια, σαν θεοσεβούμενοι παγανιστές..
Έκαναν δυο παιδιά, τον παππού Στυλιανό (Στέλιο) και την Αναστασία ή τους έμειναν δυο παιδιά. Τα χρόνια εκείνα για να μεγαλώσουν κάποιων δυο παιδιά θα πρέπει να είχαν γεννήσει τουλάχιστον τέσσερα…
Με το θάνατο του πατέρα του, έφηβος, ακολούθησε σαν παραγιός Ηπειρώτες «τεχνίτες» του ξύλου που πέρασαν απ’ το χωριό του, όπως μου είχε ο ίδιος πει, όταν παιδί ακόμα τον ρώτησα, «πώς έμαθε τη τέχνη του ξυλογλύπτη».
Λιτός στις συζητήσεις του, σύντομος, δωρικός στην ομιλία του, δεν έλεγε πολλά για τη ζωή του και τους ανιόντες του, ούτε ακόμη στη κόρη του, μητέρα μου Δέσποινα (Δέσπω), ούτε στον γιο του Βαγγέλη, ετεροθαλή αδελφό της.
Στις ερωτήσεις τους, όπως και στις ανάλογες ερωτήσεις συγγενών και φίλων, απαντούσε στενοχωρημένος:
- Αφήστε με, μη με ρωτάτε. Πέρασα τα μαρτύρια  του Ιώβ !!
Παντρεύτηκε τη Φωτεινή απ’ τη Καρύτσα της Ευρυτανίας, με την οποία απέκτησε τρία αγόρια, τον Γιώργο, τον Δημήτρη και τον Βαγγέλη και δυο θυγατέρες, την Ελένη και τη μικρότερη απ’ όλους Δέσποινα, την μητέρα μου. Έμειναν στο Καρπενήσι της εποχής, στην κεντρική του πλατεία, απ’ όπου ανέπτυξε το περισσότερο έργο του στη Ρούμελη. Γι’ αυτό, σε κάποια παλιότερα περιοδικά και οδοιπορικούς χάρτες της Ευρυτανίας που βρέθηκαν στα χέρια μου, αναφερόταν παλιότερα σαν Καρπενησιώτης ξυλογλύπτης.
Η πρώτη του οικογένεια πραγματικά ξεκληρίστηκε. Τα δυο του αγόρια έφυγαν απ’ ασθένειες μη θεραπεύσιμες εκείνη την εποχή με την έλλειψη αντιβίωσης, συγκεκριμένα από πνευμονία. Η γυναίκα του Φωτεινή, το τρίτο αγόρι και η Ελένη  από την γρίπη του 1918, μια επιδημία που είχε σαρώσει την περιοχή το 1918 με 19 και τον κόσμο όλο με εκατομμύρια θύματα(1). Επέζησε η Δέσπω.
Τη Φωτεινή, το αγόρι και τα δυο κορίτσια, οι αρχές έκλεισαν στο σπίτι τους σφραγίζοντάς το, μαζί και με άλλα σπίτια, για λόγους προληπτικούς. Να μη μεταδοθεί η θανατηφόρα ασθένεια. Κάτι σαν την αρχαία χολέρα. Ο παππούς ειδοποιημένος σε κάποιο χωριό όπου εργαζόταν, ήλθε και χωρίς να του επιτρέπεται η είσοδος στο σπίτι του, εφοδίαζε την οικογένεια του με τρόφιμα, τα τότε φάρμακα, νερό, μ΄ ένα καλαθάκι που του κατέβαζαν δεμένο σε μια τριχιά…
Ο Στέλιος Υφαντής στο Κάψη με την σύζυγό του Ειρήνη  
και την θυγατέρα του Δέσπω.  Καθιστή η αδελφή του 
Αναστασία, γιαγιά Ανδρέαινα Φλέσσα (φωτό του 1928)

Πήγε την επτάχρονη Δέσπω να μείνει στο σόι της μάνας της στη Καρύτσα.
Η αδελφή του, παντρεμένη με τον Ανδρέα Φλέσσα στη Μεγάλη Κάψη στην ορεινή Φθιώτιδα, η αποκαλούμενη από τους συγχωριανούς Ανδρέαινα ή Ανδρίτσαινα, πολυαγαπημένη γιαγιά των παιδικών μου χρόνων, ανέλαβε να ξαναπαντρέψει τον αδελφό της. Του προξένεψε την Ειρήνη (Ρήνω) Ποντικού, χήρα επώνυμου συγχωριανού, του Σακελάρη.
Το προξενιό ρίζωσε, παντρεύτηκαν το 1928. Έτσι ο παππούς Στέλιος δημιούργησε την νέα του οικογένεια στο χωριό, όπου πήρε και τη 16χρονη τότε μητέρα μου, που σύντομα απέκτησε αδελφό, τον θείο- αδελφό Ευάγγελο (Βαγγέλη) Υφαντή. Τον αναφέρω με τον χαρακτηρισμό αυτό λόγω της διετούς μόνο διαφοράς του στην ηλικία με τον μεγαλύτερο από μένα κατά δέκα χρόνια αδελφό μου  Κώστα και από την αντιμετώπισή και αγάπη μας προς αυτόν απ’ όλη την οικογένειά μας, σαν σε αδελφό μας.
Έτσι και για μένα, γεννημένο στο Κάψη, μεγαλωμένο στο Πειραιά και το καλοκαιρινό συνήθως Κάψη που μας έσωσε κυριολεκτικά από την πείνα της Κατοχής(2),(3), στο παλιό σπίτι της γιαγιάς Ρήνως μισοκαταστραμμένο κι ετοιμόρροπο με την επιστροφή των χωριανών που τους απομάκρυναν λόγω του Εμφυλίου, έγινε το και το δικό μου χωριό.
Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί από το σόι φωτογραφία αυτού του σπιτιού, που είχε κατασκευαστεί από Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρα και του ξύλου.
Ο παππούς με την βοήθεια του Βαγγέλη το γκρέμισαν σαν επικίνδυνο και δίπλα βελτίωσαν ένα σπιτόπουλο, το λεγόμενο «παλιόσπιτο» για την πρόχειρη κατασκευή του, μέχρι που ο Βαγγέλης πολύ αργότερα με προσωπική του εργασία έφτιαξε αυτό που υπάρχει σήμερα με εντελώς ντόπια υλικά.
Το «σπιτόπουλο» του Στέλιου Υφαντή στο Κάψη, όπου
έζησε τα τελευταία χρόνια της μοναχικής ζωής του

Στον Εμφύλιο, όταν εκκενώθηκαν τα χωριά, κατέβηκαν στην Λαμία και διέμειναν στο σπίτι του κτηματία Γ. Λιάκου, κυνηγού, παραθεριστή με την οικογένειά του στο Κάψη επί χρόνια, όπου έμενε στο Υφαντέικο. Εκεί φανερώθηκαν τα συμπτώματα της σοβαρής ασθένειας της Ρήνως, που τους υποχρέωσε να μείνουν στον Πειραιά, στο σπίτι των γονιών μου.
Ημέρες πριν «φύγει» η Μεγαλοκαψιώτισα γιαγιά Ρήνω στο σπίτι μας στον Πειραιά, 1949, πριν λήξει ο Εμφύλιος, ο παπαδιαμαντικός, απλός μέχρι αφέλειας, Στέλιος, έκανε μια γκάφα ενδεικτική του χαρακτήρα του. Με πήρε  από το χέρι και πήγαμε βόλτα για να κάνει έρευνα για γραφείο κηδειών στη περιοχή, βλέποντας ότι το μοιραίο πλησιάζει. Όταν γυρίζοντας μπήκαμε στο σαλόνι να ιδούμε τη γιαγιά, με ρωτά εκείνη κοιτάζοντάς με τρυφερά:
-  Πού πήγατ’ παιδάκ’ μ και λείψατ’ τόσις ώρις;;.
Και τότε εγώ, με μέγιστη βλακεία λόγω παιδικής αφέλειας:
- Σε κάτι μαγαζιά που πουλάνε ..κάσες γιαγιά μου!.
Έσπευσε η μάνα μου Δέσπω, απανταχού παρούσα κι’ ετοιμόλογη, να τα μπαλώσει:
- Ψάχνει ο πατέρας για καμιά δουλειά, μάνα, για να’ ναι κοντά σου και πήγε σε κάποιους μαραγκούς.
- Α!! έτσ’!!  έκανε τάχα ήρεμη η πανέξυπνη ορεσίβια γυναίκα, για να βγάλει όλους απ’ την αμηχανία.
Από τότε, από το 1949, με το θάνατο της γιαγιάς Ρήνως και με την λήξη του Εμφύλιου, με τον Βαγγέλη εργαζόμενο στον Πειραιά, άρχισε η μοναχική ζωή του γέροντα Στέλιου Υφαντή στο χωριό. Μόνες οι επισκέψεις και κατά διαστήματα παραμονή του Βαγγέλη και οι δικές μας καλοκαιρινές διακοπές, η βοήθεια της αδελφής του Ανδρίτσαινας, όσο αυτή ζούσε, και δυο ανιψιών του Φώταινας Παπαγιάννη, και Κωνσταντούλας  Καραγιάννη παντρεμένης στον Αγιώργη..
Τον θυμάμαι παιδάκι σε κάποια καλοκαίρια των διακοπών μου στο Κάψη, μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης γιαγιάς Ειρήνης, να δουλεύει σε μεγάλη ηλικία πια τα τελευταία του έργα. Το σχεδίασμα μ΄ ένα μελανί μολύβι που σάλιωνε πάνω σε ημιδιαφανή χαρτιά, ιερών αμπέλων με τα φύλλα τους, τα τσαμπιά τους με σταφύλια, τις γιρλάντες, περιστερές και άλλα, που μετά τα περνούσε σε καλολειασμένη καρυδιά, για ν’ αρχίσει στη συνέχεια τη ξυλογλυπτική, χωρίς κανένα από τα σύγχρονα εργαλεία, μόνο με τα κοφτερά του σκαρπέλα και το ξύλινο σφυρί. Κάθε τόσο έλεγχε με μεγάλη προσήλωση το έργο του από κάθε μεριά με το μάτι και την αφή του, διορθώνοντας μικρολεπτομέρειες. Στο τέλος  ετοίμαζε και το πέρναγε με  λούστρο.
Τελευταίο του, όχι σπουδαίο έργο, με δωρεάν εργασία, ήταν το τέμπλο και άλλα ξυλουργικά της εκκλησιάς της Κοίμησης της Θεοτόκου (Παναγίας του νεκροταφείου του χωριού του 1693) που αναστηλώθηκε από τους χωριανούς μετά την πυρκαγιά του 1944. Μαζί του και άλλοι χωριανοί τεχνίτες της πέτρας πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους..
Στη κατασκευή του τέμπλου στο σπίτι του υπήρξα μάρτυρας, παιδάκι, το καλοκαίρι του 1950 ή 51, όταν οι «ανταρτόπληκτοι» όπως τους ονόμασαν, γύρισαν στα χωριά τους, όσοι δεν γύρισαν τέλη του 1949.
Μ’ ένα κοφτερό του σκερπάνι μάλιστα, τρέχοντας στο μαντζάτο όπου τα είχε αφημένα, κάποιο καλοκαίρι, έκοψα σοβαρά το πόδι μου. Μόνο με την επέμβαση του θαυματουργού συγχωριανού μας, πρακτικού γιατρού Αλέκου Πανέτσου, που χωρίς κάποια μερική αναισθησία μου το έραψε με μεταλλικά τσιμπιδάκια που αφαίρεσε μετά δέκα ημέρες, αποκαταστάθηκε η ζημιά.
Για την Αγία Τριάδα Μ. Κάψης κατασκεύασε το τέμπλο και προσκυνητάρι.
Η αναγνωρισιμότητα της δουλειάς  και ονόματός του από γνώστες είναι μεγάλη ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που δεν υπέγραφε τα έργα του.
Πριν μερικά χρόνια, σε μια από τις πολλές διαδρομές μου για να γνωρίσω κάθε γωνιά της ορεινής Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, μαζί με φίλο μου λάτρη της περιοχής και τον Βαγγέλη Υφαντή, βρεθήκαμε μεσημέρι στη Γρανίτσα Ευρυτανίας ακολουθώντας με αυτοκίνητο, το δυνατόν, τη πορεία του τέλους του Άρη του Βελουχιώτη. Μαυρίλο, Νεοχώρι, βρύση Άρη Βελουχιώτη, Αγία Τριάδα, Δομιανοί, γέφυρα Ταυρωπού, Δάφνη, Βίνιανη, Κρέντης, ποταμός Αγραφιώτης, χωριό Άγραφα, Πετρίλα Ν. Καρδίτσας- διανυκτέρευση, Στεφανιάδα, Πετρωτό, δίπλα στον Ασπροπόταμο (Αχελώο), είσοδος στην Ευρυτανία από Β., Ραφτόπουλο, Γρανίτσα.
Πεινασμένοι, είδαμε κατειλημμένη μια ψησταριά από πλήθος παπάδες και δεσποτάδες. Τους  καλούσε, όπως έμαθα, κάθε χρόνο ο Δεσπότης σε κάποιο χωριό. Κάποια καλοσυνάτα γεροντάκια παπάδες μας είδαν που κοιτούσαμε αμήχανοι και μας κάλεσαν στο τραπέζι τους.
Συζητώντας τους είπαμε για τον παππού Στέλιο. Τον γνώριζαν. Μάλιστα κάποιοι ονομάτιζαν έργα του. Ένας περαστικός τεχνίτης του ΟΤΕ που είχε σταθεί και παρακολουθούσε, μας είπε για κάποιο έργο του σ’ ένα κοντινό χωριό. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη συγκίνησή μας.
Κάποιοι, για να διαφημίσουν ότι η εκκλησιά του χωριού τους διαθέτει αξιόλογο τέμπλο, είχαν δώσει ανακριβείς πληροφορίες σε συντάκτες χαρτών ότι κατασκευάστηκε από τον λαϊκό τεχνίτη, παππού μου. Κάποτε, για να διαπιστώσουμε αν συμβαίνει αυτό σε  χωριό της Ευρυτανίας που δεν αναφερόταν σε λίστα έργων του, ταλαιπωρηθήκαμε  άνθρωποι και αυτοκίνητο για ν’ ανέβουμε υπό βροχή ένα κακοτράχαλο χωματόδρομο για να βεβαιωθούμε  ότι το τέμπλο πράγματι δεν είχε καμιά σχέση με το έργο του.
Πιο κάτω παραθέτω πίνακες έργων του που τους έγραψε κάποιο απόγευμα με το μελανί του μολύβι σε κόλλες αναφοράς στο μπαλκονάκι του σπιτιού του στο Κάψη το 1964, μετά από φορτικές μου παρακλήσεις. Μαζί και του Βαγγέλης. Είναι θαυμαστά έργα του που κοσμούν τα χωριά μας.
Το πρωτότυπο κράτησε  ο Βαγγέλης από το οποίο πήρα φωτοαντίγραφο.

Όλα αυτά τα έργα του, προϊόντα όχι μόνο της φαντασίας και τεχνικής του αλλά και της αστείρευτης χριστιανικής του πίστης και γνώσης, έναντι των  πολύ χαμηλών σύμφωνα με την εποχή αμοιβών που μπορούσαν να διαθέσουν τα φτωχικά παγκάρια των εκκλησιών.
Ο παππούς Στέλιος, δυστυχώς, δε έφτιαξε για τα παιδιά του κάτι μικρό έστω, αλλ΄ ανάλογο με την αξία της τέχνης του.
Ένα εικονοστάσι μόνο, όχι ενδεικτικό της αξίας των δημιουργημάτων του, βρίσκεται σήμερα στα χέρια μου, κατασκευασμένο για το σπίτι της Δέσπως όταν παντρεύτηκε, που γεμάτο εικόνες των Αγίων με τα ονόματα των μελών της οικογένειας, βρισκόταν ψηλά τοποθετημένο με το καντήλι του στη κρεβατοκάμαρα των γονιών, στο σπίτι της οικογένειας στο Πειραιά. Πλέον, μια περίτεχνη στεφανοθήκη με τα στέφανα του γάμου τους, κάτι που για τους παλιούς  εξέφραζε την ιερότητα και μονιμότητα του δεσμού τους και που  έχασε κάθε αξία σήμερα, τοποθετημένη πάνω απ’ το εικονοστάσι. Εξαφανίστηκε πάνω στο κλίμα που επεκράτησε με τον με 15 ημέρες διαφορά απροσδόκητο θάνατό των γονιών μου το 1970.
Αιτία αυτής του της παράληψης  ήταν ο συνεχής αγώνας του για τα προς το ζην…
Αναγκάστηκε μέχρι να κατασκευάζει και πουλά σε μαγαζιά απλά ξύλινα σκεύη του τότε σπιτιού, σφραγίδες για πρόσφορα, γουδιά ξύλινα, κουτάλες, κλπ, όταν τους απομάκρυναν από το χωριό με τον Εμφύλιο, πρόσφυγες στη πατρίδα τους.
Το «παλιόσπιτο» ανακαινισμένο με προσωπική εργασία του Βαγγέλη Στυλιανού Υφαντή
και ντόπια υλικά(φωτοδάνειο από το F/B, MEGALI KAPSI FTHIOTIDOS)

Τον φέρνω στο μυαλό μου άλλη μια φορά με εικόνες ανεξίτηλες, μαζί με τις σοβαρές και σε κάποιες κωμικές.
Ετοίμαζε το φαγητό τους, φασολάδες και φασολάκια, ζαρζαβατικά της εποχής, τραχανάδες, τυρόπιτες με γλίνα χοιρινή, κρεατόσουπες, κεφτέδες κόβοντας τον κιμά από τρυφερό φρεσκοσφαγμένο μοσχαράκι πάνω σε μια καρυδένια τάβλα με τα κοφτερά τσεκουράκια του γυρίζοντάς την κάθε τόσο.
Δεν είχε δόντια. Έβαλε μασέλες πάνω από τα ..80 του. Βασανιζόταν στο μάσημα επειδή δεν εγκατέλειπε να τρώει μαλακά φαγητά. Ξεχνιέμαι μαζί του, ευθυμώ και σήμερα ακόμα, καθώς τον θυμάμαι, να προσπαθεί να μασήσει ..κοκορέτσι, τα «μεζέδια», αγορασμένο από τους μαγαζάτορες- σφάχτες- ψήστες,  που του άρεσε ιδιαίτερα, και τελικά μην καταφέρνοντάς το, να το ξεροκαταπίνει...
Πάντοτε μετά το μεσημεριανό φαγητό και μόνο, ακόμα και αν αυτό ήταν φασολάδα ή τραχανάς, έπινε από μια χοντρή γυάλινη ποτήρα ντόπιο κρασί από αρχαία τοπικά κλίματα, αγορασμένο από συγχωριανό.
Το κρασί του που είχε ένα θολό λευκοροζέ χρώμα, παραγόταν σε μικρές ποσότητες από τα λίγα ορεινά, πανάρχαια κλίματα του χωριού. Γενικά οι συγχωριανοί, όσους θυμάμαι, με μια κτυπητή εξαίρεση τον παππού Στέλιο που έπινε ένα και μόνο νεροπότηρο, δεν ήσαν φίλοι του κρασιού. Αυτό ίσως γιατί δεν το εύρισκαν και δεν το είχαν μάθει. Ο χωριανός Σιδερογιώργος, ήταν τότε ο συνηθισμένος παραγωγός και πωλητής,. Μικροπαραγωγός και μικροπωλητής και άλλων προϊόντων, όπως λουκάνικων, γλίνας, τυριών, κ.α.
Για τα αρχαιότατα κλήματα του χωριού και όλης της ορεινής περιοχής που σήμερα, σχεδόν απεριποίητα, μια μεγάλη υπηρεσία για τα γύρω  χωριά αλλά και για όλη την χώρα θα ήταν η διατήρησή τους καθώς είναι εντελώς ελληνικής αρχαίας κληρονομιάς. Μιας ποικιλίας που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Απ΄ αυτά γινόταν το κρασί που έπιναν οι «περί τον Σπερχειόν οικούντες», οι πρώτοι κατά τον Όμηρο Έλληνες της Ιλιάδας που εκστράτευσαν στον Τρωικό Πόλεμο υπό τον Αχιλλέα.
Ο παππούς Στέλιος ποτέ του δεν κάπνισε. Από τότε με την διαίσθησή του καταλάβαινε την επικινδυνότητα. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού κάπνιζαν. Έβρισκαν «λαθραίο καπνό» σε φύλλα που τα έκοβαν με «τη κοφτερή σουγιά», απαραίτητο εργαλείο για όλους. Έστριβαν τσιγάρο αργά, τελετουργικά, χρησιμοποιώντας τσιγαρόχαρτο και σαλιώνοντάς το. Κάποτε προσέφεραν καπνό και χαρτί στους φίλους. Πολύ σπάνια κάποιοι χρησιμοποιούσαν πήλινο ή ξύλινο, από ξύλο κρανιάς, χειροποίητο, έντεχνα ή άτεχνα, τσιμπούκι. Ελάχιστοι, ειδικά κάποιοι έφηβοι, κάπνιζαν στα μουλωχτά ξερό καλαμποκόφυλλο. Κάποτε μου έδωσαν και τράβηξα κι εγώ. Σύμφωνα με παιδικά μου  ακούσματα, παιδιά του χωριού είχαν καπνίσει δοκιμάζοντας «σβουνιά» αγελάδας, αποπλυμένης από τις βροχές και αποξηραμένης από τον ήλιο.

Τρεις μήνες μετά το σχεδόν ταυτόχρονο φευγιό της κόρης του Δέσπως στα 58 της και του γαμπρού του Μήτσου μετά 15 ημέρες τέλη 1970, ακολούθησε στα 96 του χρόνια o παππούς Στέλιος Υφαντής, στη Λιβαδειά, όπου έμενε με την οικογένεια του Βαγγέλη Υφαντή, στις αρχές 1971, αφού πήρε και την πίκρα του θανάτου και του τελευταίου του παιδιού από τον πρώτο του γάμο.
Τον ενταφιάσαμε στη Μεγάλη Κάψη, όπου μεταφέρθηκε, μέσα στα χιόνια του χειμώνα..

Μια μεγάλη παράληψη των κατιόντων του είναι ότι για πολλά χρόνια έχουμε αδρανήσει στο έργο της το δυνατόν καλύτερης, απλής έστω φωτογράφησης των σπουδαιότερων τουλάχιστον έργων του. Κάτι που ο γράφων θα προσπαθήσει να μην αμελήσει, με τις όσες σωματικές και οικονομικές δυνάμεις διαθέτει.
…………………………………………………
 (1) Η θανατηφόρα ισπανική γρίπη (1918-1919), ή, με πιθανότητα, από τον τύφο στον ευρωπαϊκό χώρο(1917-1921) με περίπου, 3 εκ. νεκρούς, 25 εκ. ασθενείς.
 (2) Για περισσότερες πληροφορίες ερευνήστε «Η Πείνα του 1941-42». Πολύ ενδιαφέρον το αρχείο: «Βούλα Παπαϊωάννου, η φωτογράφος της κατοχής».
(3) Αιτίες που οδήγησαν στο λιμό στις μεγάλες πόλεις, κύρια Αθήνα- Πειραιά και νησιά: Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού με την Κατοχή. Η απροθυμία των αγροτών να παραδώσουν τη σοδειά τους, μήπως καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις με χαμηλή τιμή και χρήμα χωρίς αξία. Η έλλειψη μέσων μεταφοράς τους στα αστικά κέντρα από επίταξη αυτοκινήτων και καυσίμων, διακοπή σιδηροδρομικών δρομολογίων και σύνδεσης νησιών και ενδοχώρας. Αποκοπή εύφορων περιοχών με βουλγαρική κατοχή (Μακεδονία-Θράκη) από την υπόλοιπη χώρα και του λαδιού Κρήτης και Μυτιλήνης που το κατακρατούσαν οι Γερμανοί. Ο αποκλεισμός από την θάλασσα από τους συμμάχους ώστε να μην εισάγεται σιτάρι καθώς και η πεσμένη σοδειά. Όλ’ αυτά με τον βαρύ χειμώνα αποδεκάτισαν τους κατοίκους ώστε να διπλασιαστούν οι θάνατοι μεταξύ 1940 και 41 και τριπλασιαστούν το 42. 
Από το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου