TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ό,τι είδα ό,τι άκουσα στη Λαμία

Ο,ΤΙ  ΕΙΔΑ  Ο,ΤΙ  ΑΚΟΥΣΑ  ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ
[Σπάνιο βιβλίο του Λαμιώτη Αθαν. Δ. Χριστοδούλου]

Πηγαία & ζωντανά ανεκδοτικά περιστατικά, κυρίως με πιπεράτα υπονοούμενα, που συνέβησαν παλιότερα στη Λαμία συγκέντρωσε και μας παρουσιάζει με χιουμοριστικό τρόπο ο συμπατριώτης μας Αθανάσιος Δ. Χριστοδούλου Μηχανολόγος Μηχανικός, που αξίζει να διαβαστούν απ’ όλους μας. Μέσα από αυτά τα συμβάντα καταγράφεται η κουλτούρα της παλιάς Λαμίας μιας νοσταλγικής  εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί και παρουσιάζει τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό & πολιτιστικό ενδια-φέρον.  
Παρουσιάζουμε δυο αντιπροσωπευτικά δείγ-ματα από το βιβλίο, ως πρόγευση, για όσους πρόκειται να το αποκτήσουν και να το μελετήσουν. Ένα χαμόγελο στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, είναι  ευπρόσδεκτο απ’ όλους μας.

Ο Γαμέμνων

Στη   «γραφική»  συνοικία  των  Αγίων  Θεοδώρων  μια  οικογένεια βάπτιζε το παιδί της στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων.
Την εποχή εκείνη τα μικρά παιδιά μόλις ο νονός «χάριζε» τ’ όνομα του παιδιού έτρεχαν από την εκκλησία στο σπίτι της οικογένειας, για ν’ αναγγείλουν το όνομα και να πάρουν την αμοιβή τους.
Μοίραζε ο ευτυχισμένος πατέρας κέρματα στα παιδιά και στον πρώτο έδινε κάτι παραπάνω.
- Και το όνομα αυτού; ρωτάει ο παπάς το νονό.
- Αγαμέμνων, φώναξε ο νονός.
Οι πιτσιρικάδες δεν το κατάλαβαν καλά και όταν έφτασαν στο σπίτι φώναξαν «γαμέμνων».
Ο πατέρας απόρησε και είπε.
- Δεν το ‘λεγαν βασίλ’ να βασλέψ, προκόπ’ να προκόψ’, γαμέμνο το ‘παν.

Την έχει τρανίτιρ

Στην οδό Καραϊσκάκη, μετά την πλατεία λαού, υπήρχαν διάφορα λαϊκά καταστήματα, ραφτάδικα, τσαγκαράδικα, τα παντοπωλεία του Παπανάγνου - Παπαδημητρίου,    του    Αμπλιανίτη,    των    Αδελφών Παλαιογιάννη το χάνι (πάρκινκ Ζώων) και άλλα.
Στα   παντοπωλεία   ψώνιζαν   οι   κάτοικοι   των   ορεινών   χωριών, Παλαμά, Δίβρη, Νεοχώρι, Μακρολίβαδο, Μελιταία και άλλα.
Μια Διβριώτισσα ψώνιζε τρόφιμα, λάδια,  αλάτι κλπ.  από τον Αμπλιανίτη, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε να ψωνίζει απ' αυτόν και ψώνιζε από τον Παλαιογιάννη. Το λάδι το έπαιρναν συνήθως σε μπουκάλια, τα οποία γέμιζαν από τη «λαδικά» με μια οκά.
Τη σταματάει μια μέρα ο Αμπλιανίτης και της λέει.
- Γιατί Μαριώ, σταμάτησες να ψωνίζεις από μένα και ψωνίζεις από τον Παλαιογιάννη; αφού το δικό μου λάδι είναι καλύτερο.
Κι η Μαριώ, για να δικαιολογηθεί του λέει:
- Ο Παλιογιάννης την έχ’ τρανίτιρ’ κι την αφήν’ κι στραγγάει κι όλας…


Επιμέλεια-Παρουσίαση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: