TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Το βράχιασμα

ΤΟ ΒΡΑΧΙΑΣΜΑ
[Αληθινή ποιμενική ιστορία]
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Τα βουνίσια γίδια, πολλές φορές, βραχιάζονται, παγιδεύονται, δηλαδή, ανάμεσα σε βράχους, που ανάμεσά τους υπάρχει μικρός τόπος με χορτάρι. Το χορτάρι αυτό δελεάζει το γίδι και πηδά μόνο του στο χώρο αυτό, να βοσκήσει, αλλ’ ύστερα δεν κατορθώνει να βγει έξω και τις περισσότερες φορές ψοφά αβοήθητο. Ψοφά, εκτός από τροφή, αφού χλόη άλλη δε βρίσκει, αλλά κι από δίψα, γιατί η δροσιά της αυγής, που πέφτει στα φυτά, είναι λίγη. Ο τόπος που εγκλωβίζεται το γίδι, λέγεται ζάστανος ή ζαστάνι, ζιονάγκα ή ζιονάγκι, σωκήπα, εσώκηπος δηλαδή, ζωνάρι ή βραχοζωνάρι, λιούκι και αρκουδοπατησιά. Η κατάσταση της παγίδευσης του ζώου στους βράχους ονομάζεται βράχιασμα.
Στο βουνό Ζήρεια της Πελοποννήσου, ο τσέλιγκας γερο-Μήτρος Ορφανός, που το παρατσούλι του είναι Κούτρης, έχει δυο μεγαλοκόπαδα, τετρακόσια αριθμούν τα πρόβατα και τριακόσια κεφάλια τα γίδια. Στις αρχές Αυγούστου του 2008, μια γίδα του,  η κόρμπα γίδα με το τσοκάνι, κατάμαυρη, όπως τα βοσκούσε στο Ζάστανο, που λέγεται και Πανηγυράκι, δηλαδή στο βραχοτόπι με τις χλοερές λωρίδες, που τις περιέβαλαν μεγάλα κοτρόνια, πήδησε μόνη της σ’ ένα τέτοιο ζωνάρι. Ορέχθηκε τη βοσκή, που είδε από ψηλά. Το βουνό εκεί είναι κατακάθετο. Ο γκρεμός χάσκει, γκρεμός με βράχους, κομμένους λες με μαχαίρι. Ο γκρεμός έχει βάθος πενήντα μέτρα και στη συνέχεια ακολουθεί σάρα, κατακόρυφη κι αυτή, με κυλιόμενες αποσαθρωμένες πέτρες. Η γίδα εντόπισε το χλωρότοπο από ψηλά και κατέβηκε ως εκεί, ακροβατώντας στις κόχες των βράχων του γκρεμού. Έφθασε σ’ ένα στεφάνι, προεξοχή βράχου, κι από τη θέση αυτή πήδησε μαεστρικά στο επιθυμητό γρασιδάκι. Αμ, καλά πήδησε, πως θα ’βγαινε όμως απ’ αυτή τη φυσική παγίδα, δεν το σκέφθηκε.
      Έφαγε τη χλωρασιά κι ήπιε για νερό τη δροσιά απ’ τα χορτάρια. Από κει κι ύστερα αρχίζει το μαρτύριό της. Θέλησε να φύγει. Δεξιά κι αριστερά  οι ορθοκομμένοι βράχοι δεν είχαν χώρο για πάτημα, ούτε όσο πιάνει η δαχτυλήθρα. Διέξοδος, πάρα πολύ επικίνδυνη, υπήρχε μόνο από πάνω, από το βράχο, που έβγαινε έξω σαν σκεπή. Τα είδε όλ’ αυτά η γίδα και κατάλαβε πως  ήταν ακατόρθωτο να διαφύγει. Αν πηδούσε στον γκρεμό, θα ζούσε το δικό της Ζάλογγο. Άρχισε να βελάζει. Ο γερο-Κούτρης την άκουγε από τον πάτο του γκρεμού και της φώναζε κι αυτή βέλαζε απεγνωσμένα τις πρώτες μέρες, αλλά δεν μπορούσε να της κάνει τίποτε. Ωστόσο, έφερε τη διασωστική Υπηρεσία εκεί στα κατσάβραχα κι όταν οι άνθρωποι είδαν την απότομη γκρεμίλα του βουνού, γύρισαν πίσω κι έφυγαν ζαλισμένοι απ’ το βάθος της. Έπειτα από κάμποσες μέρες, δεν ακουγόταν πια το γιδερό. Κι ο τσοπάνης υπέθεσε απ’ τη σιωπή του πως ψόφησε στη φάκα της ή πως έπεσε στον γκρεμό. Κουφάρι όμως δεν έβλεπε κι ένα που είδε ήταν από ζώο άλλου βοσκού. Κι επάνω στις 25 μέρες, να σου την η κόρμπα με το τσοκάνι! Τη βλέπει τ’ αφεντικό της και δεν πίστευε στα μάτια του, που δάκρυσαν από συγκίνηση, επειδή ξαναγύρισε ο χαμένος Οδυσσέας του στην Ιθάκη του. Ήταν σκελετωμένη, που έμεινε τόσες μέρες νηστική και διψασμένη. Κι όμως σ’ αυτή την κατάσταση διήνυσε αρκετή απόσταση ως το μαντρί. Άρχισαν αμέσως οι ιδιαίτερες περιποιήσεις. Θαύμασε ο τσοπάνης και δεν το πιστεύει ακόμα πως η εξαντλημένη γίδα πήδησε προς τα πάνω στον προεξέχοντα βράχο, που λίγο αν λοξοπατούσε, θα σήμαινε το σίγουρο θάνατό της. Κι όμως τα κατάφερε πάλι ν’ ακροζυγισθεί, παρά την κακοπάθειά της, στ’ ακρόχειλα των βράχων του βαθιού γκρεμού. Το αίσθημα, λοιπόν, της αυτοσυντήρησης για επιβίωση θαυματουργεί σε απίστευτο βαθμό.
                                       
                                        ΤΟ ΒΡΑΧΙΑΣΜΑ
                 Πάνω στο Ζάστανο, ψηλά στη Ζήρεια,
                 προβάλλουν πέτανες, στεφάνια μύρια,
                 τ’ άγριο δε φτάνεται Πανηγυράκι,
                 μόνο ζυγώνεται από γεράκι.

                 -Κόρμπα γιδούλα μου, να ζεις και να ’σαι,
                 τούτο το βράχωμα να το φοβάσαι,
                 πάλι σου το ’κραξα και σου το είπα
                 μακριά απ’ το ζάστανο κι απ’ τη σωκήπα.

                 Μα η γίδα αισθάνεται τροφής ανάγκη,
                 στο βραχοζώναρο και στο ζιονάγκι
                 θωρεί αγριόχορτο χλωρό, δροσάτο,
                 μα χάβος χύνεται, γκριμπόρι κάτω.

                 Να τη, πάει μόνη της στους βράχους, να τη,
                 ακροζυγιάζεται στο μονοπάτι,
                 στέκει στον πέτακα, που ’ναι σαν σκέπη,
                 βλέπει στα πόδια της και όλο βλέπει.

                 Κι η κόρμπα ρίχνεται με το τσοκάνι
                 από τον πέτακα κι απ’ το στεφάνι
                 και τρώει και χαίρεται τη μαραβίτσα,
                 φουντίτσα γεύεται τήνε φουντίτσα.

                 Δροσοσταλάματα χρυσά ρουφάει,
                 που η αυγούλα στάλαξε στο βουνοπλάι,
                 παχνούλας δάκρυα πίνει στη χλόη,
                 πότε δροσίζεται και πότε τρώει.

                 Ήλιος βασίλεψε, σώθηκε η μέρα,
                 τ’ άλλο ξαλάργεψε κοπάδι πέρα,
                 μονάχ’ ακούγεται κάνα κουδούνι
                 κι αυτή απόμεινε στο βραχοβούνι.

                 Τον μέτρο ο τσέλιγκας στα γίδια κάνει,
                 μα λείπ’ η κόρμπα του με το τσοκάνι.
                 -Κούτρη, γερό-βλαχε, Κούτρη, γιδάρη,
                 βελάζ’ η γίδα σου μες στο ζωνάρι.

                 Τρέχει, το στήθος του καημό γεμάτο,
                 σάρα κατάχυτη βαθαίνει ως κάτω,
                 να ιδεί από πάνωθε, τον πιάνει αντράλα,
                 να ιδεί από κάτωθε, δε βλέπει στάλα.

                 -Πού είσαι γίδα μου, τρανά φωνάζει
                 κι αυτή αποκρίνεται και του βελάζει
                 κι από το ρέκασμα την πιάνει βράχνα
                 και το μαράζι της τής τρώει τα σπλάχνα.

                 Δεν μπορεί η δύστυχη για να πηδήσει,
                 ξεπέχει ο αγριόβραχος, θα την γκρεμίσει,
                 κοιτά μπρος, πίσω της, μαχαίρ’ οι βράχοι,
                 το πλάι δε φαίνεται συρίμι να ’χει.

                 Τώρα που σώθηκε πια το χορτάρι,
                 βλέπει σαν μνήμα της τ’ άγριο ζωνάρι,
                 πικρά τον πέτακα κι αυτόν τον βλέπει,
                 παίρνει τη σκέπη του για τάφου σκέπη.

                 Αϊτοί στα κράκουρα γύρα πηγαίνουν,
                 γεράκια πέτονται, όρνια διαβαίνουν,
                 παγάνα βγήκανε κι από κει απάνω,
                 αν δουν, αλίμονο, στο ζο το πλάνο.

                 Μέρες διαβαίνουνε, νύχτες περνάνε.
                 -Η γίδα λούφαξε, θα πάει, τσοπάνε,
                 τώρα θα ψόφησε, θα ’ναι κουφάρι
                 ή κάτω τρίσβαθα ή στο ζωνάρι.

                 Απ’ τα περίβλεφτα τα καραούλια
                 θα την αγνάντεψαν τ’ άγρια αϊτοπούλια
                 κι εκεί που έπεσε, που ’χει χτυπήσει,
                 μόνο τα κόκαλα θα ’χουν αφήσει.

                 Μα η κόρμπα γύρισε με το τσοκάνι,
                 κορμάτη πήγαινε, λειψάτη φτάνει,
                 μπαίνει, τρικλίζοντας, μες στο μαντρί της,
                 κλαίει και ξαφνιάζεται βαθιά ο σταβλίτης.

                 -Κάτσε το δάκρυ μου για να σφουγγίσω
                 κι ύστερα, γίδα μου, να σε φιλήσω,
                 καλώς την, που ’ρχεσαι αναστημένη,
                 μέρες ’γω σ’ έκλαιγα για πεθαμένη.

                 Πάνω στο Ζάστανο με τα γρασίδια,
                 κοπές πάν’ πρόβατα, κοπές πάν’ γίδια,
                 με το κοπάδι της κι η κόρμπα ως πάει,
                 σαν κάτι ο πέτακας να της θυμάει.

Γλωσσάρι
αντράλα, η= ζάλη, ίλιγγος, σκοτοδίνη.
γκριμπόρι, το= μικρός γκρεμός.
κοπή, η= κοπάδι.
κράκουρα, τα= βραχώδης, άγριος τόπος βουνοκορφής.
μαραβίτσα, η= λεπτό, κοντόσωμο χορτάρι.
μέτρος, ο= αρίθμηση.
ξεπέχω= είμαι πιο ψηλός από άλλον, υπερέχω.
παχνούλα, η= πρωινή δροσιά.
πέτακας, ο= προεξοχή βράχου σε βουνό, στεφάνι, παραπέτο, στηθαίο, θωράκιο, εξώστης.
ρέκασμα, το= δυνατή και διαπεραστική φωνή, που προέρχεται  από σωματικό ή ψυχικό πόνο, μεγαλόφωνο σκούξιμο.
σάρα, η= κατωφέρεια με κυλιόμενες πέτρες των υπερκείμενων αποσαθρωμένων βράχων.
συρίμι, το= στενό μονοπάτι για γίδια.
τσοκάνι, το= μεταλλικό, ελαφρό κουδούνι για γίδια.
χάβος, ο= μεγάλος γκρεμός.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγκινητικότατη βουκολική ιστορία που μοιάζει με αρχαία τραγωδία, όπου η επερχόμενη στο τέλος «κάθαρση» γαληνεύει την ψυχή μας από το συναισθηματικό φόρτο!
Εκπληκτική η ομοιοκατάληκτη ποίηση του Γιάννη Σαντάρμη και θησαυρός το ρουμελιώτικο ποιμενικό λεξιλόγιό του!
Μακάρι να γευθούμε κι άλλα τέτοια θέματα στον «Φθιωτικό Τυμφρηστό»!

Τακης είπε...

Σ' ευχαριστώ "Ανώνυμε" για τη σοφή σου κρίση.
Υπόσχομαι σύντομα παρόμοιες αναρτήσεις.

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Το χαίρομαι το blog σου πατριώτη. Μας πάει ταξίδι όμορφο σε παλιά χρόνια και καιρούς που τα χαρακτήριζε η αγνότητα, η πάλη με τη φύση και τις αντιξοότητές της, μα κι ο μόχθος του ανθρώπου αντάμα με τη χαρά της πρωτογενούς επαφής με τη μάνα φύση. Σε ένα "χαρμάνι" όλο συναίσθημα.
Να είσαι καλά.

Τακης είπε...

Φίλτατε Ευρυτάνα Ιχνηλάτη,
ίσως απομείναμε ελάχιστοι νοσταλγοί του αγνού παρελθόντος, που ζήσαμε μικροί, με την αμόλευτη φύση και τους αφκιασίδωτους απλοϊκούς ανθρώπους. Αξίζει, όμως, πράγματι τον κόπο να προβάλλουμε τέτοιες καταστάσεις και εικόνες γεμάτες αγνά αισθήματα, για όσους αντέχουν!
Το παρήγορο είναι ότι δειλά δειλά ακολουθεί και η νεολαία μας!
Και πάλι χίλια ευχαριστώ για το στήριγμα!!!