TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Χριστόξυλο

 ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ
 (του Γιάννη Αν. Σαντάρμη)

 [Το χριστόξυλο είναι ειδικό χοντρό ξύλο, που αναβόταν στο τζάκι το βράδυ των Χριστουγέννων. Με την έναρξη του χειμώνα, στα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, κατά το πρωτάναμμα της φωτιάς στο τζάκι, γινόταν ειδική τελετουργία. Και τα Χριστούγεννα πραγματοποιόταν ανάλογη. Συγκεκρι­μένα, τις παραμονές των Χριστουγέννων, κάποιος άνδρας του σπιτιού, συνήθως ο νοικοκύρης, πήγαινε στο λόγγο και διάλεγε κι έκοβε ένα κού­τσουρο, να ήταν ξερό και χοντρό, προτιμούσε ξύλο από κρανιά ή βελα­νιδιά, που είναι ξύλα σκληρά και δε σταχτιάζουν γρήγορα τα κάρβουνα τους. Το ξύλο αυτό, το χριστόξυλο, το προόριζε για το σπίτι του, ν' αναφθεί στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων και να καίει μέχρι των Φώτων. Την παραμονή των Χριστουγέννων, στο τζάκι, που ήταν καθαρι­σμένο από την παλιά στάχτη, αναβόταν το χριστόξυλο από τον αφέντη ή την νοικοκυρά του σπιτιού. Το σταύρωναν πρώτα τρεις φορές και το έραιναν με καρύδια, αμύγδαλα και φουντούκια. Στη συνέχεια, το ράντι­ζαν με κρασί. Τοποθετούσαν, ύστερα, θράκα στο υνί του αλετριού και βάζοντας αυτού λιβάνι, θυμιάτιζαν το σπίτι, την αυλή και το μαντρί. Η φωτιά έμενε αναμμένη όλη τη χριστουγενιάτικη νύχτα, για να ζεσταίνε­ται, κατά τη λαϊκή δοξασία, το νεογέννητο θείο βρέφος στην παγωμένη σπηλιά της Βηθλεέμ. Ο άλλος λόγος ήταν ο αποδιωγμός των παγανών. Κι άλλη παράδοση, στα ίδια μέρη της Φθιώτιδας -τούτο το άκουσα απ' το στόμα του δασκάλου μου, του Παναγιώτη Αλκούση, στο δημοτικό σχο­λείο, στο χωριό Αρχάνι, το έτος 1950-1955 περίπου-λέει πως για να μην κρυώσει ο μικρός Χριστός στη φάτνη την άγια βραδιά της γέννησης Του, ο Άγιος Ιωσήφ βγήκε έξω και πηγαίνοντας στα λιβάδια, που νυκτοβοσκούσαν οι τσοπάνηδες τα κοπάδια τους, πήρε από τις φωτιές, που είχαν αναμμένες για να ζεσταίνονται, κάρβουνα στη χούφτα του και χωρίς να καεί τα μετέφερε στη σπηλιά.]

                    -Πάρε, ωρέ λάλα, τ' άλογο, πάρε και το λιτάρι
                    και πάμε πέρα στο βουνό και πέρα στο λογγάρι,
                    να κόψουμε χριστόξυλο, να 'χει παχύ το σώμα,
                    να 'ναι ξεράδι ακόμα.

                    -Καλά το  λες, ταχιά Χριστού, γιορτάσι ξημερώνει,
                    απόψε ο μικρός Χριστός μες στο παχνί θα κρυώνει,
                    απόψε γύρα απ' τη σπηλιά κρεμιούνται κρουσταλλίδια,
                    σαν πολυκάντηλα ίδια.

                    Όσο να ειπούν, να καλοειπούν, στ' ορμάνι ξεδιαλένε,
                    το 'να το ξύλο μελετάν, για τ' άλλο δέντρο λένε,
                    όλη τη μέρα διάλεγαν και φόρτωναν και τώρα
                    του γυρισμού 'ναι η ώρα.

                    -Μάνα, μας καλωσόρισε η σκύλα απ' όξω η μούρκα,
                    κατέβα κάτου γλήγορα και φέρε μας τη φούρκα,
                    γιατί απ' το μέγα κούτσουρο κι απ' τα πολλά του βάρη
                    μας γέρνει το σαμάρι.

                    -Παιδιά μ', το ζο γονάτισε και τρίσβαθο έχει βόγγο,
                    πάνω του του φορτώσατε ολάκερο το λόγγο,
                    σαν τι θεόρατο κορμό, τι ολόχοντρο πουρνάρι
                    γι' απόψε έχετε πάρει.

                    -Τετράπλατη βελανιδιά, πεντάσαρκο ημεράδι,
                    τριακόσια χρόνια το 'θρεψε η γη γι' αυτό το βράδυ,
                    το γκρέμισε όμως κεραυνός, το μαύρο αστροπελέκι,
                    το 'φαε και το πελέκι.

                    -Τραβήξου από τη φούρκα ευθύς, μην πάει και σε βαρέσει,
                    τώρα που τ' αγριοπούρναρο με βρονταριά έχει πέσει,
                    φαίνεται πια το ξέμακρο κορμί του τενταρίκι,
                    που 'χει ίσκες πυκναρίκι.

                    -Βροντάτε το άλλη μια βολά μες στην αυλή,
                    παιδιά μου, το χιόνι απ' το χριστόξυλο να τιναχτεί
                    όλο χάμου και στο καθάριο τζάκι εγώ, το  σταχτοσαρωμένο,
                    το ξύλο περιμένω.
    
                    Στο τζάκι το χριστόξυλο φλόγινες βγάνει γλώσσες,
                    του ρίχνει τσάγαλα η κυρά, το ραίνει με κοκόσες
                    και το σταυρώνει τρεις βολές, το φιρφιρί γυρίζει
                    και το κρασοραντίζει.

                    -Φέρτε μου τώρα και το υνί, φέρτε και το θυμιάμα.
                    Σωριάζει κάρβουνα στο υνί και με λιβάνι αντάμα
                    το σπίτι θυμιατά, τραβά λιβάνισμα και κάνει
                   στα ζωντανά, στη στάνη.

                    Σαν το βαμπάκι στάθηκε το χιόνι όξω στο φράχτη,
                    απόψε πάει το εργόχειρο, δε σφοντυλάει τ' αδράχτι,
                    δε γνέθει η ρόκα, η βαβά μονάχα μολογάει,
                    στο γωνολίθι πλάι.

                   Τήρα παχιά θρακοβολιά, τώρα φωτιά μεγάλη,
                   ετούτη η αποψινή φωτιά δε μοιάζει με καμι' άλλη,
                   απόψε τα Χριστούγεννα πρέπει να καίει το τζάκι,
                   να μην του λείψει ανθράκι.

                   -Τρίζει τ' άγιο φωτόξυλο, σκορπολογώντας πύρη,
                   και κουβεντιάζει, θα 'χουμε στο σπίτι μουσαφίρη,
                   με τη γλυκιά της η φωτιά φωνή το μαρτυράει,
                   κάποιος μας μελετάει.

                  Απόψε ο Άγιος Ιωσήφ, με το Χριστού τη γέννα,
                  γυρνά στα σπίτια αόρατος, στα τζάκια τ' αναμμένα,
                  πλούσια ζητάει να βρει φωτιά, πλούσια χαλεύει θράκα
                  στης παραστιάς την πλάκα.

                  Γιατί θυμάται τη βραδιά, την αγιασμένη εκείνη
                  που να μην κρυώσει ο Χριστός, χωρίς φωτιά μη μείνει,
                  κάρβουνα μες στη χούφτα του κουβάλησε απ' τα σιάδια,
                  που βόσκαν τα κοπάδια.

                  Γι' αυτό, παιδιά μου, ολονυχτίς να 'μαστε πλάει στο τζάκι.
                  Σύμπα την τότε τη φωτιά, μη σβήσει το ρουπάκι
                  και τράβα απούρνη κατά δω, σκόρπα το θρακοβόλι,
                  να πυρωνόμαστε όλοι.

                  Να 'ναι κι η θράκα απλωτή, εις της αυγής τα φώτα
                  που θε να 'ρθεί ο Ιωσήφ, με των αρνιών τα χνότα
                  και τις ανάσες των βοδιών, που 'ναι στη φάτνη
                  γύρα, να 'χει ο Χριστός μας πύρα.

                   -Σωπάστε, κάτι αυτιάζομαι! Μην τάχα είναι τ' ανέμι,
                   όπου φυσάει στον οβορό κι η αμπάρα απ' όξω τρέμει
                   ή μην είναι πατήματα, που κάποιος θα διαβαίνει
                  και κατά δω προβαίνει;

                   - Θε να 'ρθε ο Άγιος, δεν μπορεί, αυτός θε.να 'ναι κάτου,
                   πολλά μεριάστε κάρβουνα, στα χεροπάλαμά του
                   να φύγει με πολλή κι αυτός βρακιά, γιατί το χιόνι
                   πυκνό, θαρρώ, πλακώνει.
Γλωσσάρι
αδράχτι, το = ξύλινος άξονας, πιο παχύς στη μέση και πιο λεπτός στις δύο άκρες, συμπληρωμένος στη μια άκρη του από το σφοντύλι, ημισφαιρικό συμμετρικό βαρίδι, που χρησιμεύει για το περιτύλιγμα του νήματος, κατά το γνέσιμο.
αμπάρα, η = μεγάλη πόρτα αυλής σπιτιού.
αυτιάζομαι = στήνω αυτί και ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι.
βαβά, η = γιαγιά.
γνέθω = μεταβάλλω το μαλλί ή το βαμπάκι σε νήμα με το χέρι ή με μηχανή, κλώθω.
γωνολίθι, το = λίθινη πλάκα κάθετη της γωνιάς του τζακιού.
ημεράδι, το = βλέπε λέξη: ρουπάκι.
θυμίαμα, το = αρωματικό ρετσίνι, λιβάνι, θυμίαμα.
θυμιατώ = καίω θυμίαμα, λιβανίζω.
ίσκα, η = μύκητας, που αναπτύσσεται σε κορμούς δένδρων, ο οποίος, κατάλληλα επεξεργασμένος, χρησιμεύει ως στοιχείο ανάμματος της φωτιάς, επειδή αναφλέγεται εύκολα, ερχόμενος σ' επαφή με τον πρώτο σπινθήρα.
κοκόσα, η = καρύδι.
λάλας, ο = ο αδελφός.
λιτάρι, το = σχοινί, τριχιά, που γίνεται από ίνες κανναβιού.
μεριάζω = αποσύρομαι κατά μέρος, βάζω κάτι στην άκρη, κάνω πέρα, πλευρί­ζω.
μούρκα, η = όνομα σκύλας, που το τρίχωμα της είναι σκουρόμαυρο.
οβορός, ο = περιφραγμένος χώρος σε μαντρί, όπου σταυλίζονται ζώα, αυλή σπιτιού, βορός.
ορμάνι, το = πυκνό δάσος, λόγγος, ρουμάνι.
παραστιά, η = ο χώρος του τζακιού μπροστά από τη φωτιά.
πύρη, η = ζέστη, πύρα, ξάναμμα.
ρόκα, η = ραβδί ξύλινο, μήκους 70-80 εκατοστών, που στο επάνω μέρος του σχηματίζει σταυρό, διχάλα, κύκλο, αυτιά, πιρούνι ή άλλα σχήματα και χρησιμεύει για το στερέωμα της τουλούπας το μαλλί, μακρόινο συνή­θως, που είναι για γνέσιμο.
ρουπάκι, το = είδος βελανιδιάς (χνοώδης δρυς) με ωραία μικρά στενά φύλλα, που έχουν ελαφρό χνούδι στο κάτω μέρος, ημερόδεντρο, ημεράδι, γρανίτσα.
σιάδι, το = ίσιος τόπος, ισιάδι, λιβάδι.
σπούρνη, η = μάζα από ψιλά αναμμένα καρβουνάκια, χόβολη, ανθρακίδα.
σταχοσαρωμένο, το = σκουπισμένο από τη στάχτη της φωτιάς.
συμπώ = ανακατεύω τα ξύλα στη φωτιά να ζωηρέψει, συνδαυλίζω.
σφοντυλώ = περιστρέφω το σφοντύλι με το αδράχτι να τυλιχθεί σ' αυτό το γνεσμένο νήμα.
ταχιά, εττίρρ. = την επόμενη μέρα πολύ πρωί, αύριο.
τενταρίκι, το = αυτό που είναι τεντωμένο.
τσάγαλο, το = αμύγδαλο χλωρό ή ξερό.
υνί, το = σιδερένιο κοπτερό αντικείμενο, με σχήμα τριγωνικό ή πλακέ, που βρί­σκεται στο μπροστινό μέρος του αλετριού, και ακουμπά στη γη και σχί­ζει το χώμα, όταν γίνεται όργωμα.
φιρφιρί, το = ξύλινο στενόμακρο δοχείο, ίδιο σαν λαγήνι, με κεντήματα γύρω, που χωρά μια οκά τσίπουρο ή κρασί, το σκεύος αυτό κατασκευάζεται κι από κατεργασμένη πορσελάνη, φαρφουρί.
φούρκα, η = ξύλι διχαλωτό, φουρκάδα, φουρκάλα.
χαλεύω = ψάχνω να βρω, γυρεύω.
Χριστού = η γιορτή των Χριστουγέννων.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: