TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Γανωτής

Ο ΓΑΝΩΤΗΣ - ΚΑΛΑΤΖΗΣ
του Τάκη Ευθυμίου

Ο στερνός γανωτής του χωριού μου Ζάχος Βαγγέλης,
κουβαλώντας τ' αγάνωτα χαλκώματα
Ο ΚΑΛΑΤΖΗΣ
                  Ο καλατζής Ζάχος περνά από τους μαχαλάδες.
                  - Ο γανωτής!  διαλαλεί, χαλκώματα γανώνω!
                  Ακούνε οι Αγιωργίτισσες και βγαίνουν οι κυράδες,
                  δίνουν καζάνια, αγγειά, ταψιά, που 'χουν γανιά απ’ το χρόνο.

                  Απλώνει ασήμι αναλιωτό στην πλάση το φεγγάρι,
                  χύνει άσπρο στα γανώματα κι ο καλατζής καλάι,
                  κάνει χαρά η νοικοκυρά που τέτοια αγγειά έχει πάρει,
                  προσμένει γάμους παραμπρός, γιορτάδες καρτεράει.
                                                                                                   Σαντάρμης Αν. Γιάννης 
Ο γανωτής ή γανωματής ή καλατζής ή κασσιτερωτής, πήρε τόνομα του από το καλάι που χρησιμοποιούσε για να γανώνει τα χάλκινα σκεύη και είδη του νοικοκυριού. Τεντζερέδες, καζάνια, ταψιά, ταβάδες, κουταλοπίρουνα και ένα σωρό άλλα. Τα χαλκώματα με το γάνωμα έπαιρναν μια ωραία γυαλιστερή όψη με το καλάι, χάρη στην απαράμιλλη τέχνη του γανωτή. Γιατί εκτός από την καλή εμφάνιση, τα γανωμένα σκεύη έπρεπε να είναι και υγιεινά. Μόλις εμφανιζόταν κάποια φθορά τους, αμέσως η νοικοκυρά τα έδινε για γάνωμα, για ν' αποφύγει τον κίνδυνο δηλητηρίασης που προκαλεί ο χαλκός από τα ξεγάνωτα χαλκώματα. Αγγειά τα έλεγαν οι παλιοί. Όταν ήθελαν να δείξουν αδιαφορία για κάποιο γεγονός έλεγαν. «Μας ξεγανώθηκαν ταγγειά».
Οι γανωτήδες υπήρξαν γραφικότατοι και χρησιμότατοι επαγγελματίες σε αλλοτινούς καιρούς. Τριγυρνούσαν στους μαχαλάδες όλων των χωριών μ' ένα μουντζουρωμένο δισάκι στον ώμο, για να μαζέψουν τα ξεγάνωτα χαλκώματα που τους έδιναν οι νοικοκυρές για γάνωμα. Από εδώ βγήκε και η φράση «Γυρνάει σαν καλατζής».
Καλατζήδες στο χωριό μας υπήρχαν δύο. Ο αείμνηστος Σεραφείμ Κουτσούμπας και ο Βαγγέλης Ζάχος που εξάσκησε την τέχνη του για 44 χρόνια, από το 1951. Την τέχνη του γανωτή τη διδάχτηκε από τον πατέρα του Δημήτρη και αυτός από κάποιον Χριστόπουλο στη Λαμία, όπου και μαθήτευσε για μια επταετία. Κατά διαστήματα εμφανιζόταν στο χωριό μας κι ένας πλανόδιος Γιαννιώτης καλατζής με το όνομα Γρίβας. Οι Αγιωργίτες καλατζήδες διατηρούσαν άριστες φιλικές και συναδελφικές σχέσεις μαζί του και ποτέ δε δρούσαν ανταγωνιστικά. Εξάλλου η περιοχή δράσης τους ήταν μεγάλη και δουλειά υπήρχε για όλους.
Η καλή νοικοκυρά για να δώσει δουλειά σε όλους τους καλατζήδες μοίραζε τα χαλκώματα της. Έτσι, και τους ευχαριστούσε όλους και ταυτόχρονα μάθαινε όλα τα χαμπέρια. Γιατί οι καλατζήδες ήξεραν τα καθέκαστα από πρώτο χέρι, μιας και γύριζαν από χωριό σε χωριό. Έτσι, γίνονταν συνδετικοί κρίκοι της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Οι γανωτήδες για να παρουσιάσουν τέλειο γάνωμα έβαζαν όλη την τέχνη τους. Τέχνη που ήταν δύσκολη και επίπονη. Ζέσταιναν πρώτα το χάλκωμα και το έτριβαν με άμμο ή στάχτη. Αν ήταν στενό το έτριβαν με γυμνά χέρια, αν όμως ήταν απλωτό, όπως τα ταψιά με τα πόδια τους που τα τύλιγαν με τσουβάλι ή γιδίσιο παλιοτόμαρο για να μην τρυπήσουν από το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ). Το τρίψιμο απαιτούσε μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα για να φύγει το παλιό γάνωμα. Έπειτα, ξαναζέσταιναν το σκεύος και έριχναν καλάι με αμμωνία. Ταυτόχρονα, μ' ένα σουροσκούτι (σκούτενο ύφασμα) ή ακατέργαστο βαμβάκι έχριζαν όλη τη εσωτερική του επιφάνεια. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το σκεύος αποκτούσε φρεσκάδα και γυαλάδα και ήταν έτοιμο για χρήση.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι γανωτήδες ήταν σφυριά σιδερένια και ξύλινα για να ισιώνουν τα χτυπημένα και στραβά χαλκώματα, καρφιά και φύλλα από χαλκό για να μπαλώνουν τα χαλασμένα σκεύη, ψαλίδια, τανάλιες, πυροστιά και το δρέλι, δηλ. μια γυριστή τσιμπίδα απαραίτητη για το γάνωμα του τέντζερη. Τα υλικά ήταν το σπίρτο για το καθάρισμα των χαλκωμάτων και φυσικά το καλάι (κασσίτερος).
Τότε, η πληρωμή των γανωτήδων γινόταν σε είδος, όπως κάστανα , αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι, τυρί και αργότερα σε χρήματα. Την περίοδο της πείνας στην Κατοχή οι γανωτήδες και οι οικογένειες τους δε δυστύχησαν, γιατί αμείβονταν με φαγώσιμα είδη.
Ο θυμόσοφος λαός μας με το αλάνθαστο κριτήριο του διατύπωσε και διάφορες σχετικές παροιμίες, όπως: «Γανωμένο μπακίρι δε μουχλιάζει» για τη αξία του γανώματος και μεταφορικά για την επιμελημένη εργασία που οδηγεί στη σίγουρη επιτυχία. «Τενεκές ξεγάνωτος» λέγεται ο ασήμαντος άνθρωπος.
Στις μέρες μας τα χαλκώματα διακοσμούν πλέον τα τζάκια, τις παραδοσιακές ταβέρνες και φυσικά τα λαογραφικά μουσεία, ως ανάμνηση της σπουδαίας παλιάς χρήσης τους.


Το δρέλι (τσιμπίδα) του Βαγγγέλη Ζάχου & ο τέτζερης

Δεν υπάρχουν σχόλια: